ποίημα για σένα: Μαΐου 2007

ποίημα για σένα

Δευτέρα 28 Μαΐου 2007

12 ~ ο Μίλτος Σαχτούρης για τον Ανδρέα Εμπειρίκο

***

O Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο

Kαι να που φάνηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στον Πόρο
τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ' τα τσιγάρα
τσιγάρα να καίνε σαν κεριά
γύρω-γύρω στα τραπέζια
τσιγάρα πάνω στις καρέκλες
τσιγάρα παντού
κι άγρια κόκκινα ποδήλατα να περπατάνε.
Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος
τα μάτια του να καίνε.
- Πώς απ' τον Πόρο Αντρέα;
Εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο.
- Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα
στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;
Kαι τότε έσκασε εκείνο το ωραίο
το φοβερό το γέλιο του,
πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια
ένα σύννεφο σπουργίτια
πέρα απ' το θάνατό του.

από το βιβλίο: Μίλτου Σαχτούρη, Εκτοπλάσματα
εκδ. Κέδρος, 1989

.

Ετικέτες ,

28.5.07 0 comments

Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

11 ~ ο Άγγελος Σικελιανός στη Μαρία Πολυδούρη

***

Στη Μαρία Πολυδούρη

Μη στοχαστείς πως ήρτα αργά κοντά σου. Είναι κρυφός
ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν οι άλλοι.
και χρόνια τώρα, ανήξερά Σου, είμαι για Σένα ο αδερφός,
οπού Σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι...

Κι’ αν απ’ την όχτη φαίνεται πως έρχομαι, όπου τη νευρή
των τόξων μου τανύζω
με πείσμα, ενάντια στην οκνιά που με κυκλώνει τη μιαρή,
μα αληθινά, γυρίζω

από την όχτην όπου ανθούν οι θείοι μονάχα ασφοδελοί
κι’ όπου σαλεύει μόνο
όποια μορφή αναδύθηκε για μένα ως πλέρια ανατολή
μέσ’ απ’ τον τέλειο πόνο...

Εκείθεν’ έρχομαι σ’ Εσέ, που ο θάνατός μου κ’ η ζωή
διπλό μου φέγγει αστέρι.
μα γίνοντ’ ένα μέσα μου και τα τυλίγει μια πνοή
σα Σου κρατώ το χέρι,

και συλλογιέμαι πως δεν ήρτα αργά κοντά Σου (με το φως
ή το σκοτάδι αν πρόλαβα), τι φτάνω απ’ τ’ ακρογιάλι
αυτών που μ’ ετοιμάσανε να Σού ‘μαι ο άξιος αδερφός,
και νά ‘μαι πλάι Σου πάλι...
.

Ετικέτες ,

25.5.07 0 comments

Τετάρτη 23 Μαΐου 2007

10 ~ ο Μακντάρα Γουντς για τον Πάτρικ Κάβανα

Macdara Woods for Patrick Cavanagh

***

Ο Κάβανα στην Ουμβρία

Τον είχα δει εδώ τον Νοέμβριο
γυρίζοντας σπίτι μες στο σκοτάδι
πάνω στο τρακτέρ
μ' ένα κομμάτι ύφασμα
στους ωμούς του ριγμένο
ασπίδα στη χειμωνιάτικη ομίχλη
κουλουριασμένο
ανάμεσα σε αόρατους ελαιώνες
και στα γυμνά κλαδιά των αμπελώνων
έξοχα μεταφρασμένο
μα δίχως να 'χει μεταφραστεί
από 'κει που είναι:
άγρια λιβάδια ξεκαμωμένα κοπάδια
ωχρός ο Νοέμβριος
και η καταχνιά εκεί όπου η Γένεσις αρχίζει

μτφ: Ισμήνη Ελένη Ραντούλοβιτς

(από το e-poema.eu)
.

23.5.07 0 comments

Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

9 ~ ο Στάθης Κουτσούνης στον Αλέξανδρο Ίσαρη

***

Ο λαχνός
.......στον Αλέξανδρο Ίσαρη

καλησπέρα σας είπε σας επέλεξα
φορέστε με

περπατούσα σε κεντρική λεωφόρο
υγρό λιοπύρι στράγγιζε ακόμη
στις ύστερες ώρες του απογεύματος

ξάφνου ένα Κουστούμι
τρέχει καταπάνω μου

μα κάνει ζέστη λέω κι εξάλλου
εγώ δε συνηθίζω να φορώ κουστούμια
κι εδώ στο δρόμο πώς να σας προβάρω
με τόσον κόσμο γύρω

μην ανησυχείτε
ο κόσμος κοιτάζει τη δουλειά του
τίποτε απ’ αυτά δεν τον συγκινεί
ούτε χρειάζεται να βγάλετε τα ρούχα σας
ταιριάζω στον καθένα κι όπως λάχει
όσο για τη ζέστη θα συνηθίσετε κι άλλωστε
όλοι θα με φορέσουν κάποτε

μα δεν είμαι έτοιμος αποκρίνομαι
και πριν προλάβω ν’ αμυνθώ
είχε κιόλας τυλιχτεί πάνω μου
και με στένευε απελπιστικά

τα μέλη μου μούδιασαν
κι η όρασή μου λιγόστευε ολοένα
εκείνο με πήγαινε αργά
και δεν έβλεπα πια να βουΐζει
τον κόσμο της λεωφόρου
αλλά έναν κόσμο παγωμένο
στο τελευταίο κλικ
της φωτογραφικής μου μηχανής

.
21.5.07 1 comments

Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

8 ~ ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου

***

Προκοπή από τους όμορφους δεν έχει

Αλέξη, ας το πάρουμε απόφαση:
προκοπή από τους όμορφους δεν έχει.
Είναι καιρός να κοιτάξουμε κι εκείνους
που χέρι δε τους χάιδεψε ακόμα,
που τα κορίτσια δε γυρίζουν να τους δούνε
που δεν τους αποθέωσαν στα γήπεδα.

Είναι καιρός να κοιτάξουμε τους άσκημους,
που γόνιμη προσφέρεται η μοναξιά τους.

.
18.5.07 2 comments

Τετάρτη 16 Μαΐου 2007

7 ~ ο Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι για τον Σεργκέι Γιεσένιν (α)

Vladimir Mayakovsky for Sergei Yesenin

***

Στο Σεργκέι Γιεσένιν

Πήγατε
καθώς λεν
στον άλλο κόσμο.
'Αδειο...
Πετάτε
στ' άστρα, στις νεφέλες...
Δεν έχει δανεικά πια
ούτε μπίρες.
Νηφάλιος.
'Οχι Γιεσένιν
δε σας
κοροϊδεύω
κόμπος
η λύπη στο λαιμό μου
όχι το γέλιο.
Σας βλέπω -
με ανοιχτές τις φλέβες σταματάτε,
το σακούλι
με τα δικά σας κόκαλα
βαστάτε.
Μη!
Προς Θεού!
Σας έστριψε τελείως;
Να γίνουν τα μάγουλά σας θέλετε
θανάτου εκμαγείο;
Εσείς
που είσαστε ο πρώτος ο νταής
όπως
στον κόσμο αυτό
κανείς;
Για ποιο σκοπό;
Γιατί;
Απορία φριχτή.
Οι κριτικοί μπουρδολογούν:
Φταίει τούτο
φταίει τ' άλλο
και το πιο σημαντικό
το 'χε χάσει το μυαλό
απ' τις πολλές μπίρες
τα κρασιά...
Λένε
πως αν αφήνατε
τα μποεμιλίκι' αυτά
και στην εργατική σας τάξη
μένατε κοιτά
θα είχατ' επηρεαστεί
δε θα 'σαστε συνέχεια σε καβγά.
Πώς δηλαδή
η τάξη η εργατική
σβήνει τη δίψα της με κβας;
Δε θέλει
κι αυτή να πιει;
Είναι βλαξ;
Λένε
πως αν σας κόλλαγαν
απ' ΤΟ ΠΟΣΤΟ ΜΑΣ
κανά χαφιέ
τα ποιήματά σας
θα είχανε
πραγματικό εφέ,
και θα
γράφατε
την ημέρα
στίχους εκατό
κουραστικούς
κι ατέλειωτους
σαν του Ντορονίν το λυρισμό.
Εγώ όμως λέω
πως αν από τέτοι' ακράτεια
έπασχ' η ποίησή σας
θα είχατ' από καιρό
βάλει τέρμα στη ζωή σας.
Είναι θαρρώ καλύτερο
απ' τη βότκα να πεθάνεις
παρά από ανία!
Το μυστικό
του χαμού σας
δε θ' ανοίξουν πια
ούτε ο σουγιάς
ούτε η θηλειά.
Αλλ' ίσως
αν υπήρχε
μελάνι στο ΑΓΓΛΙΑ
να κόψτε
τις φλέβες
δε θα υπήρχ' αιτία.
Περιχαρείς οι μιμητές σου:
Μπιζ! Ζήτω!
Ολόκληρη στρατιά
αυτόχειρων
σα να 'σερνες ξωπίσω!
Γιατί αλήθεια
ν' αυξήσεις
τις τόσες αυτοκτονίες
και συ να πεθάνεις;
Καλύτερα
ν' αυξήσεις
την παραγωγή μελάνης!
Για πάντα
τώρα
η γλώσσα
πίσω απ' τα δόντια θα 'ναι αμπαρωμένη.
Βαρύ
κι ανάρμοστο να τ' αγγίξεις
το μυστήριο μένει.
Του λαού
του γλωσσοπρωτομάστορα
του πέθανε
ο αηδονόλαλος
ο ρέμπελος ο μαθητής!
Και κουβαλούν
των στίχων τη νεκρική σαβούρα
από παλιές
κηδείες
χωρίς σχεδόν καμι' αλλαγή
ρίμες στομωμένες
στιβάζουν στην ταφή.
Για το μνημείο σας
το μέταλλο ακόμα δεν εχύθη,
πού είναι
του μπρούντζου ο βρόντος
η γραμμή του γρανίτη;
Πίσω απ' της μνήμης
τη μαύρη σιδεριά
σωρός
τ' αφιερώματα
και τ' αναμνηστικά σκατά!
Τ' όνομά σας
στο μαντίλι
με τη μίξα του σκουπίζει
τον λόγο σας
ο Σομπίνοβ σαλιαρίζει
και κάτω
από μια ψόφια σημυδούλα μουρμουρίζει:
"Ούτε μια λέξη, ω φίλε μου,
ούτε ένα αχ!"
Αααχ!
και να τα λέγαμε ένα χεράκι
με τον κύριο Λεωνίδα Λοενγκρινάκη!
Είναι να σηκωθεί κάνεις
τιμωρός
και να βροντοφωνήσει:
"Δεν επιτρέπω
τους στίχους αυτούς
κανείς να τους ψελλίσει
Και να τους τσαλαπατήσει!"
Είναι να σφυρίξει
με τα τρία δάχτυλα στο στόμα
ως να κουφαθείτε:
'Αει γαμηθείτε
Εσείς κι η γιαγιά σας
ο Θεός, η ψυχή σας
κι η μανούλα σας ακόμα.
Για να σκορπίσει
η ατάλαντη κοπριά
ν' ανοίξει
το σκοτάδι
το σακάκι του
πανιά
να γίνει
καπνός
κυνηγημένος ο Κογκάν
και συφορά του
όποιος συναπαντήσει
τις μύτες
του μουστακιού του που τρυπάν!
Η βρωμιά
ακόμη
δεν έχει αραιώσει.
Δουλειά πολλή...
Μονάχα να προλάβουμε.
Τη ζωή
πρέπει απ' την αρχή
να ξανακάμουμε
κι όταν την ξαναχτίσουμε
τότε θα την υμνήσουμε.
Τούτοι είναι
δύσκολοι καιροί για την πένα.
αλλά πέστε μου
εσείς
άτομα σακατεμένα
πού
πότε
είδατε μεγάλο κανένα
να διαλέγει
δρόμο πατημένο
κι εύκολο;
Ο λόγος είν' ο στρατηλάτης
της δύναμης του ανθρώπου.
Εμπρός!
Το παρελθόν με μπάλες κανονιού
να κομματιάσουμε επιτόπου.
Και στις μέρες τις παλιές
να φέρει ο αέρας
μόνο μαλλι' ανακατεμένα
σγουρά.
Για γλέντια
ο πλανήτης μας
διόλου δεν έχει εξοπλιστεί.
Πρέπει
ν' αδράξει
τη χαρά
απ' το μέλλον το απώτερο.
Σ' αυτή τη ζωή
δύσκολο δεν είναι να πεθάνεις.
Να φτιάξεις τη ζωή
είναι πολύ δυσκολότερο.

μτφ: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ

Stop it! Drop it!
Have you lost your mind?
To fill your cheeks
With deadly chalk?
You were someone of a different kind
You could really say things, really talk...

...On our planet, I’ll admit
Fun and joy
Are in quite short supply
What some joys pass by, grab them—we should—
In this life it isn’t hard to die.
But to make a life--
Is much more difficult.


ακόμα:
- o Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι στο χωρίς άλλη αναβολή
ακόμα:
- o Σεργκέι Γιεσένιν στο χωρίς άλλη αναβολή
.

Ετικέτες ,

16.5.07 0 comments

Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

6 ~ ο Πάμπλο Νερούδα για τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Pablo Neruda for Federico Carcía Lorca

***

Ωδή στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Αν μπορούσα να κλάψω από φόβο σ' ένα έρημο σπίτι,
αν μπορούσα να ξεριζώσω τα μάτια μου και να τα φάω,
θα το 'κανα, για τη φωνή σου από μαυροντυμένη πορτοκαλιά
και για την ποίησή σου που αναδύεται ξεστομίζοντας κραυγές.

Για σένα βάφονται γαλάζια τα νοσοκομεία
και πληθαίνουν τα σχολεία κι οι συνοικίες των ναυτικών,
και στολίζονται με φτερά οι πληγωμένοι άγγελοι,
και σκεπάζονται με λέπια τα γαμήλια ψάρια,
και πετούν στον ουρανό οι αχινοί:
για σένα τα ραφτάδικα με τις μαύρες μεμβράνες τους
γεμίζουν κουτάλια κι αίμα
και σχισμένες καταπίνουν κορδέλες, και σκοτώνονται με φιλιά,
και ντύνονται στ' άσπρα.

Όταν πετάς ντυμένος στο ροδάκινο,
όταν γελάς μ' ένα γέλιο καταιγισμένου ρυζιού,
όταν για να τραγουδήσεις δονείς αρτηρίες και δόντια,
δάχτυλα και λαιμό,
θα πέθαινα για τη γλύκα σου,
θα πέθαινα για τις κόκκινες λίμνες
όπου ζεις στο μεσοφθινόπωρο
μ' ένα πεσμένο άτι κι έναν αιμόφυρτο θεό,
θα πέθαινα για τα νεκροταφεία
που κυλούν σε σταχτιά ποτάμια
με νερά και μνήματα,
τη νύχτα, ανάμεσα σε πνιγμένες καμπάνες:
κατάμεστα ποτάμια σαν κοιτώνες
με άρρωστους οπλίτες, που ξάφνου ξεχειλίζουν
προς το θάνατο, με μαρμαρένιους αριθμούς
σάπια στεφάνια και λάδια νεκρικά:
θα πέθαινα για να σε δω νύχτα
να κοιτάς τους πλημμυρισμένους σταυρούς που διαβαίνουν,
ολόρθος και κλαίγοντας,
γιατί κλαις στο ποτάμι μπροστά του θανάτου,
ασταμάτητα, σπαραχτικά,
κλαις κλαίγοντας, με τα μάτια γεμάτα
δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα.

Αν μπορούσα τη νύχτα, μόνος, κατάμονος,
να σωριάσω λησμονιά και καπνό και ίσκιο
πάνω από τρένα και καράβια,
μ' ένα μαύρο χουνί,
δαγκώνοντας τις στάχτες,
θα το έκανα, για το δέντρο που πάνω του μεγαλώνεις,
για τις φωλιές των μαλαματένιων νερών που συνάζεις,
και για την περικοκλάδα που σου σκεπάζει τα κόκαλα
λέγοντάς σου το μυστικό της βραδιάς.

Πολιτείες με οσμή βρεγμένου κρεμμυδιού
καρτερούν να διαβείς τραγουδώντας βραχνά,
και χελιδόνια πράσινα φωλιάζουν στα μαλλιά σου,
και σιωπηλά σε κυνηγούν σπερματικά καράβια,
κι ακόμα, σαλιγκάρια και βδομάδες,
ξάρτια κουλουριασμένα και κεράσια
κυκλοφορούν οριστικά όταν φανερώνεται
το χλωμό κεφάλι σου με δεκαπέντε μάτια
και το στόμα σου βουτηγμένο στο αίμα.

Αν μπορούσα να γεμίσω το δημαρχείο με καπνιά
και, μ' αναφιλητά, να γκρεμίσω ρολόγια,
θα το 'κανα, για να δω πότε στο σπίτι σου
έρχεται το καλοκαίρι με τα ραγισμένα χείλη,
έρχονται τόσοι άνθρωποι, μ' επιθανάτιο ένδυμα,
έρχονται περιοχές θλιβερής μεγαλοπρέπειας,
έρχονται άροτρα νεκρά και παπαρούνες,
έρχονται καβαλάρηδες και νεκροθάφτες,
έρχονται ματωμένοι χάρτες και πλανήτες,
έρχονται βουτηχτές σκεπασμένοι με στάχτη,
έρχονται προσωπιδοφόροι τραβώντας κοπέλες
τρυπημένες από μεγάλα μαχαίρια,
έρχονται ρίζες, φλέβες, νοσοκομεία,
βρυσοπηγές και μυρμήγκια,
έρχεται η νύχτα μ' ένα κρεβάτι που πάνω του
ξεψυχά ολομόναχος ένας ουσάρος μες στις αράχνες,
έρχεται ένα ρόδο μίσους και βελονιών,
έρχεται ένα πλοίο κιτρινωπό,
έρχεται μια ανεμόδαρτη μέρα μ' ένα παιδί,
έρχομαι εγώ με τον Ολιβέριο, το Νόραχ,
το Βιθέντε Αλειχάντρε, την Ντέλια,
τη Μαρούκα, τη Μάλβα Μαρίνα, τη Μαρία Λουίζα υ Λάρκο,
το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Ουγκάρτε,
το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Αλμπέρτι,
τον Κάρλος, τον Μπέμπε, τον Μανόλο Αλτολαγκουίρε,
το Μολινάρι,
τη Ροζάλες, την Κόντσα Μέντεθ,
κι άλλους που τους ξεχνώ.

Ζύγωσε να στεφανώσω, έφηβε της υγείας
και της πεταλούδας, έφηβε αγνέ
σα μαύρη αστραπή ελεύθερη παντοτινά,
κι έτσι ως μιλούμε συναμεταξύ μας,
τώρα, που κανένας δεν απόμεινε ανάμεσα στα βράχια,
ας μιλήσουμε απλά, όπως είσαι κι όπως είμαι:
τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη δροσιά;
Τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη νύχτα εκείνη
που μας κεντρίζει με πικρό εγχειρίδιο, για τη μέρα εκείνη,
για εκείνο το σούρουπο, για εκείνη τη σπασμένη γωνιά
όπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου προετοιμάζεται για
θάνατο;

Πάνω απ' όλα τη νύχτα,
τη νύχτα έχει άστρα πολλά,
όλα μέσα σ' ένα ποτάμι,
σε μια κορδέλα σιμά στα παραθύρια
των σπιτιών που είναι γεμάτα από φτωχούς.

Κάποιος απ' αυτούς έχει πεθάνει, ίσως
να χάσαν τη δουλειά τους στα γραφεία,
στα νοσοκομεία, στους ανελκυστήρες
στα ορυχεία,
υποφέρουν οι άνθρωποι βαριά πληγωμένοι
κι υπάρχει σκοπός και θρήνος σ' όλα τα μέρη,
καθώς τα' αστέρια ροβολούν μέσα σ' ένα ατελείωτο ποτάμι
υπάρχει πολύς θρήνος στα παράθυρα,
τα κατώφλια λιώσαν απ' το θρήνο,
τα δωμάτια μούσκεψαν από το θρήνο
που έρχεται κυματιστά για να δαγκώσει τα χαλιά.

Φεδερίκο,
βλέπεις τον κόσμο, τους δρόμους,
το ξύδι,
τους αποχαιρετισμούς στους σταθμούς
όταν ο καπνός υψώνει τους αποφασιστικούς τροχούς του
προς τα εκεί που δεν υπάρχει τίποτε άλλο
από μερικά λιθάρια, σιδεροτροχιές και μισεμούς.

Είναι τόσο πολλοί οι άνθρωποι που ρωτούν
σ' όλα τα μέρη.
Είναι ο αιμόφυρτος τυφλός, κι ο μανιακός, κι ο αποθαρρημένος,
κι ο άθλιος, το δέντρο με τα νύχια,
ο ληστής με το φθόνο στους ώμους.

Έτσι είναι η ζωή , Φεδερίκο, έχεις όλα
όσα μπορεί να σου χαρίσει η φιλία μου
ενός άντρα μελαγχολικού κι αρσενικού.
Ξέρεις πια μόνος σου τόσα πράματα
κι άλλα θα μάθεις σιγά με τον καιρό.

μτφ: Κλείτος Κύρου


Oda a Federico García Lorca
SI pudiera llorar de miedo en una casa sola,
si pudiera sacarme los ojos y comérmelos,
lo haría por tu voz de naranjo enlutado
y por tu poesía que sale dando gritos.

Porque por ti pintan de azul los hospitales
y crecen las escuelas y los barrios marítimos,
y se pueblan de plumas los ángeles heridos,
y se cubren de escamas los pescados nupciales,
y van volando al cielo los erizos:
por ti las sastrerías con sus negras membranas
se llenan de cucharas y de sangre
y tragan cintas rotas, y se matan a besos,
y se visten de blanco.

Cuando vuelas vestido de durazno,
cuando ríes con risa de arroz huracanado,
cuando para cantar sacudes las arterias y los dientes,
la garganta y los dedos,
me moriría por lo dulce que eres,
me moriría por los lagos rojos
en donde en medio del otoño vives
con un corcel caído y un dios ensangrentado,
me moriría por los cementerios
que como cenicientos ríos pasan
con agua y tumbas,
de noche, entre campanas ahogadas:
ríos espesos como dormitorios
de soldados enfermos, que de súbito crecen
hacia la muerte en ríos con números de mármol
y coronas podridas, y aceites funerales:
me moriría por verte de noche
mirar pasar las cruces anegadas,
de pie llorando,
porque ante el río de la muerte lloras
abandonadamente, heridamente,
lloras llorando, con los ojos llenos
de lágrimas, de lágrimas, de lágrimas.

Si pudiera de noche, perdidamente solo,
acumular olvido y sombra y humo
sobre ferrocarriles y vapores,
con un embudo negro,
mordiendo las cenizas,
lo haría por el árbol en que creces,
por los nidos de aguas doradas que reúnes,
y por la enredadera que te cubre los huesos
comunicándote el secreto de la noche.

Ciudades con olor a cebolla mojada
esperan que tú pases cantando roncamente,
y silenciosos barcos de esperma te persiguen,
y golondrinas verdes hacen nido en tu pelo,
y además caracoles y semanas,
mástiles enrollados y cerezas
definitivamente circulan cuando asoman
tu pálida cabeza de quince ojos
y tu boca de sangre sumergida.

Si pudiera llenar de hollín las alcaldías
y, sollozando, derribar relojes,
sería para ver cuándo a tu casa
llega el verano con los labios rotos,
llegan muchas personas de traje agonizante,
llegan regiones de triste esplendor,
llegan arados muertos y amapolas,
llegan enterradores y jinetes,
llegan planetas y mapas con sangre,
llegan buzos cubiertos de ceniza,
llegan enmascarados arrastrando doncellas
atravesadas por grandes cuchillos,
llegan raíces, venas, hospitales,
manantiales, hormigas,
llega la noche con la cama en donde
muere entre las arañas un húsar solitario,
llega una rosa de odio y alfileres,
llega una embarcación amarillenta,
llega un día de viento con un niño,
llego yo con Oliverio, Norah
Vicente Aleixandre, Delia,
Maruca, Malva Marina, María Luisa y Larco,
la Rubia, Rafael Ugarte,
Cotapos, Rafael Alberti,
Carlos, Bebé, Manolo Altolaguirre,
Molinari,
Rosales, Concha Méndez,
y otros que se me olvidan.
Ven a que te corone, joven de la salud
y de la mariposa, joven puro
como un negro relámpago perpetuamente libre,
y conversando entre nosotros,
ahora, cuando no queda nadie entre las rocas,
hablemos sencillamente como eres tú y soy yo:
para qué sirven los versos si no es para el rocío?

Para qué sirven los versos si no es para esa noche
en que un puñal amargo nos averigua, para ese día,
para ese crepúsculo, para ese rincón roto
donde el golpeado corazón del hombre se dispone a morir?

Sobre todo de noche,
de noche hay muchas estrellas,
todas dentro de un río
como una cinta junto a las ventanas
de las casas llenas de pobres gentes.

Alguien se les ha muerto, tal vez
han perdido sus colocaciones en las oficinas,
en los hospitales, en los ascensores,
en las minas,
sufren los seres tercamente heridos
y hay propósito y llanto en todas partes:
mientras las estrellas corren dentro de un río interminable
hay mucho llanto en las ventanas,
los umbrales están gastados por el llanto,
las alcobas están mojadas por el llanto
que llega en forma de ola a morder las alfombras.

Federico,
tú ves el mundo, las calles,
el vinagre,
las despedidas en las estaciones
cuando el humo levanta sus ruedas decisivas
hacia donde no hay nada sino algunas
separaciones, piedras, vías férreas.

Hay tantas gentes haciendo preguntas
por todas partes.
Hay el ciego sangriento, y el iracundo, y el
desanimado,
y el miserable, el árbol de las uñas,
el bandolero con la envidia a cuestas.

Así es la vida, Federico, aquí tienes
las cosas que te puede ofrecer mi amistad
de melancólico varón varonil.
Ya sabes por ti mismo muchas cosas.
Y otras irás sabiendo lentamente.

.

Ετικέτες ,

14.5.07 0 comments

Σάββατο 12 Μαΐου 2007

5 ~ ο Δημήτρης Φύσσας για τον Φερνάντο Πεσσόα

Dimitris Fyssas for Fernando Pessoa

***

Οι ετερώνυμοι

Η ποίηση είναι δοκιμή αθανασίας
κι ένα σκληρό ναρκωτικό του κερατά,
προετοιμασία για θάνατο μετ' αξιοπρεπείας,
και εξαίρεση εξωστρέφειας προς άγνωστα μυαλά.

Πώς γίνεται να ισχύουν όλα συγχρόνως;
Πεσσόα απόντος, θ' αρκεστούμε κατ' ανάγκην
στο ντε Κάμπος, στον Καέιρο και στο Ρέις
και στους λοιπούς (ελάσσονες!) ετερωνύμους
που στιχουργούν και δημοσιεύουν μέχρι σήμερα
λανθάνοντας με συγκατάβαση ανάμεσά μας.

(από το προσωπικό site του Δημήτρη Φύσσα)
.
12.5.07 0 comments

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

4 ~ ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος για την Σύλβια Πλαθ

Loukas Theodorakopoulos for Sylvia Plath

***

Σύλβια Πλαθ
..................in memoriam

Αν μπορείς πες της όχι! Σ' αρπάζει
απ' τον λαιμό με νευρώδικα χέρια, σε τινάζει
σα δέντρο, σε παραλύει. ΄Η καθισμένη βασιλικά,
με τις πιέτες του φουστανιού της προσεκτικά
διπλωμένες, προσηλωμένες στη διάφάνεια της κίνησής της,
σου πετάει το μήλο. Κι εσύ το δαγκάνεις αστόχαστα,
με άφατη ευδαιμονία,
το βοηθάς να κατέβει στον οισοφάγο σου
με γλυκές μπαλίτσες σάλιου,
το διεκπεραιώνεις στην έρημη παραλία του στομαχιού σου
γεμάτη λέπια ψαριών και μουσικά όστρακα.
Και κείνο στάζει, στάζει γλυκά το δηλητήριό του,
στάζει και δαγκώνει
ποτίζοντας με θεϊκές τοξίνες το αίμα σου
φωτίζοντας αβυσσαλέα θαλάμια με χταπόδια,
λευκές μπλούζες, ηλιοτρόπια από πλαστικό,
παιδικά χέρια με κόκκινες φωνές
γοερά ψιθυρίσματα:
η Ιοκάστη, η Μήδεια, η αποτρόπαιη χειρονομία
ανάμεσα σ' ένα στριγγό γέλιο και μια χαριτωμένη
υπόκλιση, ανάμεσα σ' ένα γέρικο καύκαλο
και μια ξανθιά παιδική μπούκλα.
Νάτη τώρα: προχωρεί μέσα από εκτυφλωτικά
φωτισμένες σήραγγες, προτείνοντας τα χέρια
στους κροταλίες και τους δεινόσαυρους,
περπατεί πάνω στη γέφυρα του San Francisco
με ψηλά τακούνια και διαμάντια κάτω απ' τη γλώσσα της
με δυο σκυλιά ν' αλυχτάνε τις πεθαμένες σελήνες της:
το Σκύλο Πατέρα της και το Σκύλο Θεό της,
που τους σκοτώνει ουρλιάζοντας
για να σκεπάσει το γέλιο τους.

Τώρα θ' ανέβει στα μαύρα κυπαρίσσια των ουρανοξυστών
ξεσχίζοντας το νυφικό της φόρεμα.
Θα σιάξει τα μαλλιά της
θα στρώσει τις πιέτες της
και θα πηδήσει
πάνω στο λαμπερό Μanhattan.

1974

(από την ποιητική συλλογή "Αναδρομή")
.

Ετικέτες

10.5.07 0 comments

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

3 ~ ο Nίκος Σπάνιας στον Μιχάλη Κατσαρό

***

Γράμμα στο Μιχάλη Κατσαρό

Οι κούρκοι κρώζουν
Μια χρυσή και οργυαία φτερούγα αετού
Πάνω από το κεφάλι μου είσαι σύ
Όρνεο και Ποιητής
Αρτοποιός και μέθυσος –
Μικκύλος («Παναγιά μου ένα παιδί!»)
Οι ελαφροί δεν θα μας λένε ελαφρούς
Αλλά ελαφρόμυαλους
Δηλαδή πως πια δεν τά 'χουμε τετρακόσια

Σου γράφω από ένα εβρέικο τσαρδί
Της Νέας Υόρκης ή Νεοβόρακου,
Με μεγαλήγορο πομφολυγώδες ύφος
Ενόσω οι Νέγροι έξω απ' το παραθύρι μου
(Επί τόπων επιχολέρων)
Βγάζουν ωρυγές ενθουσιασμού
(Έξω απ' το παραθύρι μου).

Τι έγινε η ταχύπτερη φήμη φίλε μου;

Θυμάσαι μου ψιθύριζες «Νίκο μου! Νίκο!»
Όταν εγώ πάντα λουτροχαρής
Και τσίτσιδος γύριζα το κεφάλι αλλού
Επιζητών κυρίως τα ψεκτά σε όσα, παρατηρούσες.
Έσβησε η σπίθα της ζωής
Όμως οι δυο μας στη Σταδίου κάποτε
Είμαστε φρενίτις σχεδόν ερωτική
Φθάνουσα μέχρι παραφροσύνης
Μεθώντας, από κέφι και αντικρύζοντας
Το υψηρεφές μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού.


από το βιβλίο Νίκος Σπάνιας, Αμερική
Εκδ. Οδός Πανός, 1988

.

Ετικέτες ,

7.5.07 0 comments

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

2 ~ ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Γιώργο Σαραντάρη

***

Γιώργος Σαραντάρης

Θ' ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
μέσ' απ' τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι' αυτό
τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

Εμάς τους γύφτους άσε μας
τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
τι δε νογάμε από γιορτή

Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμμα
μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
μακριά σου πιο κι απ' το Α του Κενταύρου

«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
μαργωμένοι μες στο χρόνο
κι από τραγούδι αμάθητοι

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ'
ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ' είδανε της Πρεμετής
μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
έχεις μιλήσει ελληνικά
ως «εις τον έπειτα χρόνον»

κι από την ομιλία σου ακόμη
βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.

1955

(από Τα Ετεροθαλή - εκδ. Ίκαρος, 2007)
.

Ετικέτες

5.5.07 4 comments

Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

1 ~ ο Νίκος Εγγονόπουλος για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη

***

Σύντομος Βιογραφία του Ποιητού Kωνσταντίνου Kαβάφη
(και του καθενός μας – άλλωστε)


...δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
K. KABAΦH - H πόλις


νταλγκαδιασμένος και βαρύς
γυρνάει τα στενορρύμια
της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα σωθικά του

σ' αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ' αυτή θε ν' αποθάνη
εδώ πίκρες τον πότισαν κρουνηδόν

εδώ τον βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε - φορές -
πως τη χαράν ευρήκε σπανίως

κάποτε θέλησε κι' αυτός
κάπου μακρυά να φύγη
μα εκατέβη στο γιαλό
και δεν είχε καράβι

.
Ποιήματα για τον Κ. Π. Καβάφη 2
.

Ετικέτες ,

4.5.07 2 comments