ποίημα για σένα: 6 ~ ο Πάμπλο Νερούδα για τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

ποίημα για σένα

Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

6 ~ ο Πάμπλο Νερούδα για τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Pablo Neruda for Federico Carcía Lorca

***

Ωδή στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Αν μπορούσα να κλάψω από φόβο σ' ένα έρημο σπίτι,
αν μπορούσα να ξεριζώσω τα μάτια μου και να τα φάω,
θα το 'κανα, για τη φωνή σου από μαυροντυμένη πορτοκαλιά
και για την ποίησή σου που αναδύεται ξεστομίζοντας κραυγές.

Για σένα βάφονται γαλάζια τα νοσοκομεία
και πληθαίνουν τα σχολεία κι οι συνοικίες των ναυτικών,
και στολίζονται με φτερά οι πληγωμένοι άγγελοι,
και σκεπάζονται με λέπια τα γαμήλια ψάρια,
και πετούν στον ουρανό οι αχινοί:
για σένα τα ραφτάδικα με τις μαύρες μεμβράνες τους
γεμίζουν κουτάλια κι αίμα
και σχισμένες καταπίνουν κορδέλες, και σκοτώνονται με φιλιά,
και ντύνονται στ' άσπρα.

Όταν πετάς ντυμένος στο ροδάκινο,
όταν γελάς μ' ένα γέλιο καταιγισμένου ρυζιού,
όταν για να τραγουδήσεις δονείς αρτηρίες και δόντια,
δάχτυλα και λαιμό,
θα πέθαινα για τη γλύκα σου,
θα πέθαινα για τις κόκκινες λίμνες
όπου ζεις στο μεσοφθινόπωρο
μ' ένα πεσμένο άτι κι έναν αιμόφυρτο θεό,
θα πέθαινα για τα νεκροταφεία
που κυλούν σε σταχτιά ποτάμια
με νερά και μνήματα,
τη νύχτα, ανάμεσα σε πνιγμένες καμπάνες:
κατάμεστα ποτάμια σαν κοιτώνες
με άρρωστους οπλίτες, που ξάφνου ξεχειλίζουν
προς το θάνατο, με μαρμαρένιους αριθμούς
σάπια στεφάνια και λάδια νεκρικά:
θα πέθαινα για να σε δω νύχτα
να κοιτάς τους πλημμυρισμένους σταυρούς που διαβαίνουν,
ολόρθος και κλαίγοντας,
γιατί κλαις στο ποτάμι μπροστά του θανάτου,
ασταμάτητα, σπαραχτικά,
κλαις κλαίγοντας, με τα μάτια γεμάτα
δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα.

Αν μπορούσα τη νύχτα, μόνος, κατάμονος,
να σωριάσω λησμονιά και καπνό και ίσκιο
πάνω από τρένα και καράβια,
μ' ένα μαύρο χουνί,
δαγκώνοντας τις στάχτες,
θα το έκανα, για το δέντρο που πάνω του μεγαλώνεις,
για τις φωλιές των μαλαματένιων νερών που συνάζεις,
και για την περικοκλάδα που σου σκεπάζει τα κόκαλα
λέγοντάς σου το μυστικό της βραδιάς.

Πολιτείες με οσμή βρεγμένου κρεμμυδιού
καρτερούν να διαβείς τραγουδώντας βραχνά,
και χελιδόνια πράσινα φωλιάζουν στα μαλλιά σου,
και σιωπηλά σε κυνηγούν σπερματικά καράβια,
κι ακόμα, σαλιγκάρια και βδομάδες,
ξάρτια κουλουριασμένα και κεράσια
κυκλοφορούν οριστικά όταν φανερώνεται
το χλωμό κεφάλι σου με δεκαπέντε μάτια
και το στόμα σου βουτηγμένο στο αίμα.

Αν μπορούσα να γεμίσω το δημαρχείο με καπνιά
και, μ' αναφιλητά, να γκρεμίσω ρολόγια,
θα το 'κανα, για να δω πότε στο σπίτι σου
έρχεται το καλοκαίρι με τα ραγισμένα χείλη,
έρχονται τόσοι άνθρωποι, μ' επιθανάτιο ένδυμα,
έρχονται περιοχές θλιβερής μεγαλοπρέπειας,
έρχονται άροτρα νεκρά και παπαρούνες,
έρχονται καβαλάρηδες και νεκροθάφτες,
έρχονται ματωμένοι χάρτες και πλανήτες,
έρχονται βουτηχτές σκεπασμένοι με στάχτη,
έρχονται προσωπιδοφόροι τραβώντας κοπέλες
τρυπημένες από μεγάλα μαχαίρια,
έρχονται ρίζες, φλέβες, νοσοκομεία,
βρυσοπηγές και μυρμήγκια,
έρχεται η νύχτα μ' ένα κρεβάτι που πάνω του
ξεψυχά ολομόναχος ένας ουσάρος μες στις αράχνες,
έρχεται ένα ρόδο μίσους και βελονιών,
έρχεται ένα πλοίο κιτρινωπό,
έρχεται μια ανεμόδαρτη μέρα μ' ένα παιδί,
έρχομαι εγώ με τον Ολιβέριο, το Νόραχ,
το Βιθέντε Αλειχάντρε, την Ντέλια,
τη Μαρούκα, τη Μάλβα Μαρίνα, τη Μαρία Λουίζα υ Λάρκο,
το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Ουγκάρτε,
το λα Ρουμπία, το Ραφαέλ Αλμπέρτι,
τον Κάρλος, τον Μπέμπε, τον Μανόλο Αλτολαγκουίρε,
το Μολινάρι,
τη Ροζάλες, την Κόντσα Μέντεθ,
κι άλλους που τους ξεχνώ.

Ζύγωσε να στεφανώσω, έφηβε της υγείας
και της πεταλούδας, έφηβε αγνέ
σα μαύρη αστραπή ελεύθερη παντοτινά,
κι έτσι ως μιλούμε συναμεταξύ μας,
τώρα, που κανένας δεν απόμεινε ανάμεσα στα βράχια,
ας μιλήσουμε απλά, όπως είσαι κι όπως είμαι:
τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη δροσιά;
Τι χρειάζονται τα ποιήματα, παρά για τη νύχτα εκείνη
που μας κεντρίζει με πικρό εγχειρίδιο, για τη μέρα εκείνη,
για εκείνο το σούρουπο, για εκείνη τη σπασμένη γωνιά
όπου η χτυπημένη καρδιά του ανθρώπου προετοιμάζεται για
θάνατο;

Πάνω απ' όλα τη νύχτα,
τη νύχτα έχει άστρα πολλά,
όλα μέσα σ' ένα ποτάμι,
σε μια κορδέλα σιμά στα παραθύρια
των σπιτιών που είναι γεμάτα από φτωχούς.

Κάποιος απ' αυτούς έχει πεθάνει, ίσως
να χάσαν τη δουλειά τους στα γραφεία,
στα νοσοκομεία, στους ανελκυστήρες
στα ορυχεία,
υποφέρουν οι άνθρωποι βαριά πληγωμένοι
κι υπάρχει σκοπός και θρήνος σ' όλα τα μέρη,
καθώς τα' αστέρια ροβολούν μέσα σ' ένα ατελείωτο ποτάμι
υπάρχει πολύς θρήνος στα παράθυρα,
τα κατώφλια λιώσαν απ' το θρήνο,
τα δωμάτια μούσκεψαν από το θρήνο
που έρχεται κυματιστά για να δαγκώσει τα χαλιά.

Φεδερίκο,
βλέπεις τον κόσμο, τους δρόμους,
το ξύδι,
τους αποχαιρετισμούς στους σταθμούς
όταν ο καπνός υψώνει τους αποφασιστικούς τροχούς του
προς τα εκεί που δεν υπάρχει τίποτε άλλο
από μερικά λιθάρια, σιδεροτροχιές και μισεμούς.

Είναι τόσο πολλοί οι άνθρωποι που ρωτούν
σ' όλα τα μέρη.
Είναι ο αιμόφυρτος τυφλός, κι ο μανιακός, κι ο αποθαρρημένος,
κι ο άθλιος, το δέντρο με τα νύχια,
ο ληστής με το φθόνο στους ώμους.

Έτσι είναι η ζωή , Φεδερίκο, έχεις όλα
όσα μπορεί να σου χαρίσει η φιλία μου
ενός άντρα μελαγχολικού κι αρσενικού.
Ξέρεις πια μόνος σου τόσα πράματα
κι άλλα θα μάθεις σιγά με τον καιρό.

μτφ: Κλείτος Κύρου


Oda a Federico García Lorca
SI pudiera llorar de miedo en una casa sola,
si pudiera sacarme los ojos y comérmelos,
lo haría por tu voz de naranjo enlutado
y por tu poesía que sale dando gritos.

Porque por ti pintan de azul los hospitales
y crecen las escuelas y los barrios marítimos,
y se pueblan de plumas los ángeles heridos,
y se cubren de escamas los pescados nupciales,
y van volando al cielo los erizos:
por ti las sastrerías con sus negras membranas
se llenan de cucharas y de sangre
y tragan cintas rotas, y se matan a besos,
y se visten de blanco.

Cuando vuelas vestido de durazno,
cuando ríes con risa de arroz huracanado,
cuando para cantar sacudes las arterias y los dientes,
la garganta y los dedos,
me moriría por lo dulce que eres,
me moriría por los lagos rojos
en donde en medio del otoño vives
con un corcel caído y un dios ensangrentado,
me moriría por los cementerios
que como cenicientos ríos pasan
con agua y tumbas,
de noche, entre campanas ahogadas:
ríos espesos como dormitorios
de soldados enfermos, que de súbito crecen
hacia la muerte en ríos con números de mármol
y coronas podridas, y aceites funerales:
me moriría por verte de noche
mirar pasar las cruces anegadas,
de pie llorando,
porque ante el río de la muerte lloras
abandonadamente, heridamente,
lloras llorando, con los ojos llenos
de lágrimas, de lágrimas, de lágrimas.

Si pudiera de noche, perdidamente solo,
acumular olvido y sombra y humo
sobre ferrocarriles y vapores,
con un embudo negro,
mordiendo las cenizas,
lo haría por el árbol en que creces,
por los nidos de aguas doradas que reúnes,
y por la enredadera que te cubre los huesos
comunicándote el secreto de la noche.

Ciudades con olor a cebolla mojada
esperan que tú pases cantando roncamente,
y silenciosos barcos de esperma te persiguen,
y golondrinas verdes hacen nido en tu pelo,
y además caracoles y semanas,
mástiles enrollados y cerezas
definitivamente circulan cuando asoman
tu pálida cabeza de quince ojos
y tu boca de sangre sumergida.

Si pudiera llenar de hollín las alcaldías
y, sollozando, derribar relojes,
sería para ver cuándo a tu casa
llega el verano con los labios rotos,
llegan muchas personas de traje agonizante,
llegan regiones de triste esplendor,
llegan arados muertos y amapolas,
llegan enterradores y jinetes,
llegan planetas y mapas con sangre,
llegan buzos cubiertos de ceniza,
llegan enmascarados arrastrando doncellas
atravesadas por grandes cuchillos,
llegan raíces, venas, hospitales,
manantiales, hormigas,
llega la noche con la cama en donde
muere entre las arañas un húsar solitario,
llega una rosa de odio y alfileres,
llega una embarcación amarillenta,
llega un día de viento con un niño,
llego yo con Oliverio, Norah
Vicente Aleixandre, Delia,
Maruca, Malva Marina, María Luisa y Larco,
la Rubia, Rafael Ugarte,
Cotapos, Rafael Alberti,
Carlos, Bebé, Manolo Altolaguirre,
Molinari,
Rosales, Concha Méndez,
y otros que se me olvidan.
Ven a que te corone, joven de la salud
y de la mariposa, joven puro
como un negro relámpago perpetuamente libre,
y conversando entre nosotros,
ahora, cuando no queda nadie entre las rocas,
hablemos sencillamente como eres tú y soy yo:
para qué sirven los versos si no es para el rocío?

Para qué sirven los versos si no es para esa noche
en que un puñal amargo nos averigua, para ese día,
para ese crepúsculo, para ese rincón roto
donde el golpeado corazón del hombre se dispone a morir?

Sobre todo de noche,
de noche hay muchas estrellas,
todas dentro de un río
como una cinta junto a las ventanas
de las casas llenas de pobres gentes.

Alguien se les ha muerto, tal vez
han perdido sus colocaciones en las oficinas,
en los hospitales, en los ascensores,
en las minas,
sufren los seres tercamente heridos
y hay propósito y llanto en todas partes:
mientras las estrellas corren dentro de un río interminable
hay mucho llanto en las ventanas,
los umbrales están gastados por el llanto,
las alcobas están mojadas por el llanto
que llega en forma de ola a morder las alfombras.

Federico,
tú ves el mundo, las calles,
el vinagre,
las despedidas en las estaciones
cuando el humo levanta sus ruedas decisivas
hacia donde no hay nada sino algunas
separaciones, piedras, vías férreas.

Hay tantas gentes haciendo preguntas
por todas partes.
Hay el ciego sangriento, y el iracundo, y el
desanimado,
y el miserable, el árbol de las uñas,
el bandolero con la envidia a cuestas.

Así es la vida, Federico, aquí tienes
las cosas que te puede ofrecer mi amistad
de melancólico varón varonil.
Ya sabes por ti mismo muchas cosas.
Y otras irás sabiendo lentamente.

.

Ετικέτες ,

14.5.07

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home