ποίημα για σένα: Απριλίου 2010

ποίημα για σένα

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

135 ~ η Κική Δημουλά στον Άθω Δημουλά

***

Απόσπασμα από το "Απροσδοκίες"
Στον Άθω Δημουλά

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά,
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι, για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έxω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερxόμενος
χαμογελάς σαν όxι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το άκρατο όνομά τους s e m p r e v i v e s
s e m p r e v i v e s - αιώνιες, αιώνιες
μην τύχει και ξεχάσεις τι δεν είσαι.


από την Ποιητική Ανθολογία 1987, 52 φωνές
εκδ. Πρόσπερος, 1988
.
28.4.10 0 comments

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

134 ~ ο Κωνσταντίνος Μπούρας για τον Άγγελο Σικελιανό

***

Άγγελος Σικελιανός

Η μουσική κατακλύζει
τις λάχνες των σπλάχνων μου
όπως το κύμα τα χαλίκια

ζω σε μια διαρκή πλημμυρίδα
και η άμπωτις δε με τρομάζει

ευλογημένη η ερημία των πλανητών
που αναπαύονται

μετά τον καταιγισμό της ζωής
που ξεθύμανε στο Σύμπαν

ευλογημένα τα φρυγμένα στέρνα
των ηφαιστείων
που το ψύxος της αυγής
δεν τα τρομάζει


από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Μπούρα Αγαύης Έρως
εκδ. Οδυσσέας, 1995
.

Ετικέτες

17.4.10 0 comments

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

133 ~ ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ στον Ουώλτ Ουίτμαν

Allen Ginsberg for Walt Whitman
***

Ένα σούπερ μάρκετ στην Καλιφόρνια

Τι σκέψεις κάνω απόψε για σένα, Ουόλτ Ουίτμαν, αφού κατηφόρισα στα σοκάκια κάτω απ' τα δέντρα με πονοκέφαλο, αμήχανος κοιτώντας την πανσέληνο.
Κουρασμένος πεινώντας, και ψάχνοντας για εικόνες, μπήκα σ' ένα σούπερ μάρκετ φρούτων με νέον, και ονειρευόμουν τα κατεβατά σου!
Τα ροδάκινα και τις παρασκιές! Ολόκληρες οικογένειες που ψωνίζουν το βράδυ! Πτέρυγες γεμάτες άντρες! Γυναίκες στα αβοκάντο, μωρά στις ντομάτες! -κι εσύ Γκαρθία Λόρκα τι έκανες 'κει κάτω στα καρπούζια;

Είδα εσένα, Ουόλτ Ουίτμαν, άκληρε, μοναχικέ γεροφαγά, να σκαλίζεις τα κρέατα στο ψυγείο και να παίρνεις μάτι τα μπακαλόπαιδα.
Σ' άκουσα να ρωτάς το καθένα: Ποιος σκότωσε τις χοιρινές μπριζόλες; Πόσο πάνε οι μπανάνες; Είσαι ο Αγγελος μου;
Τριγύριζα μπαινοβγαίνοντας στις λαμπερές στοίβες των κονσερβών ακολουθώντας σε, και στη φαντασία μου μ' ακολουθούσε ο ελεγκτής του καταστήματος.
Κατεβήκαμε μαζί τους ανοιχτούς διαδρόμους μες στη μοναχική μας φαντασίωση, δοκιμάζοντας αγκινάρες, κάθε κατεψυγμένη νοστιμιά, και χωρίς να περνάμε απ' το ταμείο.

Πού πάμε Ουόλτ Ουίτμαν; Οι πόρτες κλείνουν σε μια ώρα. Κατά πού δείxνει η γενειάδα σου απόψε;
(Αγγίζω το βιβλίο σου κι ονειρεύομαι την οδύσσεια μας στο σούπερ μάρκετ και νιώθω γελοίος).
Θα περπατήσουμε μαζί όλη νύxτα στους μοναxικούς δρόμους; Τα δέντρα ρίxνουν ίσκιο στον ίσκιο, τα φώτα στα σπίτια σβηστά, θα 'μαστε κι οι δυο μόνοι.

Θα βολτάρουμε αναπολώντας την παλιά Αμερική της αγάπης προσπερνώντας θλιμμένα αμάξια, τραβώντας στο σιωπηλό μας εξοχικό;
Α, αγαπημένε πατέρα, γκριζογένη, μοναχικέ γεροδάσκαλε του θάρρους, ποια Αμερική είχες όταν ο Χάρος σταμάτησε το κουπί κι εσύ βγήκες έξω σε μια όχθη με καπνούς και στάθηκες κοιτώντας τη βάρκα να χάνεται στα μαύρα νερά της Λήθης;

μτφ: Γιάννης Λειβαδάς

από την Ανθολογία Μπιτ Ποίησης
εκδ. ροές, 2003



A Supermarket in California
What thoughts I have of you tonight, Walt Whitman, for I walked down the sidestreets under the trees with a headache self-conscious looking at the full moon.
In my hungry fatigue, and shopping for images, I went into the neon fruit supermarket, dreaming of your enumerations! What peaches and what penumbras! Whole families shopping at night! Aisles full of husbands! Wives in the avocados, babies in the tomatoes!--and you, Garcia Lorca, what were you doing down by the watermelons?

I saw you, Walt Whitman, childless, lonely old grubber, poking among the meats in the refrigerator and eyeing the grocery boys.
I heard you asking questions of each: Who killed the pork chops? What price bananas? Are you my Angel?
I wandered in and out of the brilliant stacks of cans following you, and followed in my imagination by the store detective.
We strode down the open corridors together in our solitary fancy tasting artichokes, possessing every frozen delicacy, and never passing the cashier.

Where are we going, Walt Whitman? The doors close in an hour. Which way does your beard point tonight?
(I touch your book and dream of our odyssey in the supermarket and feel absurd.)
Will we walk all night through solitary streets? The trees add shade to shade, lights out in the houses, we'll both be
lonely.

Will we stroll dreaming of the lost America of love past blue automobiles in driveways, home to our silent cottage?
Ah, dear father, graybeard, lonely old courage-teacher, what America did you have when Charon quit poling his ferry and you got out on a smoking bank and stood watching the boat disappear on the black waters of Lethe?

Berkeley, 1955
.

Ετικέτες ,

6.4.10 2 comments