ποίημα για σένα: Μαρτίου 2008

ποίημα για σένα

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

56 ~ ο Aνδρέας Εμπειρίκος στο Νίκο Εγγονόπουλο

***

Στέαρ

Στον Nίκο Eγγονόπουλο

H πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Kατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Kάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.

Kαι ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Aφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
Mιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
Kατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.

Aυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Eίχε το θάρρος να περάση μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Mια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη
Aπό τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.


από τη Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου"
εκδ. Πάπυρος Πρεςς, 1971

.

Ετικέτες ,

24.3.08 0 comments

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

55 ~ η Ανν Σέξτον για την Σύλβια Πλαθ

Ann Sexton for Sylvia Plath

***

Ο θάνατος της Σύλβια
στη Σύλβια Πλαθ

Ω Σύλβια, Σύλβια
μ' ένα φέρετρο λίθων και κουταλιών

με δυο παιδιά, δυο μετεωρίτες
περιπλανώμενα σαν τ' αδέσποτα στο λιλιπούτιο δωμάτιο των παιχνιδιών,

με το στόμα σου μέσα στο σεντόνι,
στης στέγης το δοκάρι, στη βουβή προσευχή,

(Σύλβια, Σύλβια,
πού πήγες
αφότου μου 'γραψες
από το Ντεβονσάιρ
για την καλλιέργεια των πατατών
και τα μελίσσια;)

τι περίμενες,
πώς ακριβώς ξάπλωσες μέσα;

Κλέφτρα! -
πώς σύρθηκες εντός,

σύρθηκες κάτω ολομόναχη
μέσα στον θάνατο που τόσο απελπισμένα και για τόσον καιρό επιθύμησα

ο θάνατος που είπαμε πως κι οι δυο ξεπεράσαμε
αυτός που φορέσαμε στα λιπόσαρκα στήθια μας

αυτός που τόσο συχνά συνομιλήσαμε κάθε φορά
που κατεβάσαμε τρία διπλά ντράι Μαρτίνι στη Βοστώνη,

ο θάνατος που ειπώθηκε από ψυχαναλυτές και θεραπείες
ο θάνατος που ειπώθηκε σαν νύφες με σκευωρίες,

ο θάνατος που ήπιαμε στην υγειά του,
τα κίνητρα και κατόπιν η κρυφή πράξη;

(Στη Βοστώνη
η θανάσιμη
βόλτα με ταξί,
ναι, θάνατος ξανά,
εκείνη η επιστροφή στο σπίτι
με το αγόρι μας).

Ω Σύλβια, θυμάμαι τον νυσταγμένο ντράμερ
που πάλλεται πάνω στα μάτια μας με μια παλιά ιστορία,

πόσο θέλαμε να τον προσκαλέσουμε
σαν έναν σαδιστή ή μια αδερφή της Νέας Υόρκης

να κάνει τη δουλειά του,
μια αναγκαιότητα, ένα άνοιγμα στον τοίχο ή μια φάτνη,

και από εκείνον τον καιρό περίμενε
κάτω απ' τις καρδιές μας, το ερμάριό μας,

και τώρα βλέπω πως τον διαφυλάξαμε
χρόνο με τον χρόνο, παλιές αυτοκτονίες

και ξέρω απ' τις ειδήσεις για τον θάνατο σου,
μια φρικτή γεύση αυτό, σαν τ' αλάτι.

(Και εγώ,
εγώ επίσης.
Και τώρα, Σύλβια,
ξανά εσύ
ξανά με θάνατο,
εκείνη η επιστροφή στο σπίτι
με το αγόρι μας).

Και λέω μόνο
με τα χέρια μου τεντωμένα μέσα σ' εκείνο το πέτρινο μέρος,
τι είναι ο θάνατος σου
παρά ένα παλιό βιος,

ένα μόριο που έπεσε
από κάποιο σου ποίημα;

(Ω φιλενάδα,
ενόσω το φεγγάρι είναι κακό
και ο βασιλιάς έχει φύγει
και η βασίλισσα είναι σε πλήρη αδιέξοδο
ο μεθύστακας είναι πρέπον να τραγουδήσει!)

Ω μικροσκοπική μητέρα,
εσύ επίσης!
Ω αστεία δούκισσα!
Ω ξανθό πράγμα!

μτφ: Γιάννης Αντιόχου

από τo e-poema


Sylvia's Death
for Sylvia Plath

O Sylvia, Sylvia,
with a dead box of stones and spoons,

with two children, two meteors
wandering loose in a tiny playroom,

with your mouth into the sheet,
into the roofbeam, into the dumb prayer,

(Sylvia, Sylvia
where did you go
after you wrote me
from Devonshire
about rasing potatoes
and keeping bees?)

what did you stand by,
just how did you lie down into?

Thief --
how did you crawl into,

crawl down alone
into the death I wanted so badly and for so long,

the death we said we both outgrew,
the one we wore on our skinny breasts,

the one we talked of so often each time
we downed three extra dry martinis in Boston,

the death that talked of analysts and cures,
the death that talked like brides with plots,

the death we drank to,
the motives and the quiet deed?

(In Boston
the dying
ride in cabs,
yes death again,
that ride home
with our boy.)

O Sylvia, I remember the sleepy drummer
who beat on our eyes with an old story,

how we wanted to let him come
like a sadist or a New York fairy

to do his job,
a necessity, a window in a wall or a crib,

and since that time he waited
under our heart, our cupboard,

and I see now that we store him up
year after year, old suicides

and I know at the news of your death
a terrible taste for it, like salt,

(And me,
me too.
And now, Sylvia,
you again
with death again,
that ride home
with our boy.)

And I say only
with my arms stretched out into that stone place,

what is your death
but an old belonging,

a mole that fell out
of one of your poems?

(O friend,
while the moon's bad,
and the king's gone,
and the queen's at her wit's end
the bar fly ought to sing!)

O tiny mother,
you too!
O funny duchess!
O blonde thing!

February 17, 1963

.

Ετικέτες

14.3.08 4 comments

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

54 ~ ο Άδωνης για τον Κάρολο Μπωντλαίρ

Adonis for Charles Baudelaire

***

Μποντλέρ

Ποίηση μέσα στα σαρκικά μου πάθη, καταμέτωπη, πάνω
στην κλίνη μου
Ποίηση / σώμα
όπως η γη παράξενη
όπως η γη οικεία.

Και τ' αχαμνά του ανθρώπου πουκάμισο από φως.

μτφ: Ελένη Κονδύλη-Μπασούκου


από τo βιβλίο "Άδωνης, Οι αναλογίες και οι αρχές"
εκδ. Ελληνικά γράμματα, 2003

.

Ετικέτες

5.3.08 3 comments