ποίημα για σένα: Δεκεμβρίου 2007

ποίημα για σένα

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

45 ~ η Ζωή Καρέλλη για την Σαπφώ (α)

***

ΨΑΠΦΑ

(της φαντασίας διαθέσεις)
...καθώς αισθάνεσαι ήχου τη διαφορά,
διαφορά και οπτική συνάμα,
ανάμεσα στο ήτα και στο άλφα :
«δέδυκε τα σελάνα», αιολικά.

Ίσως θα ήταν και η μοναξιά αιτία,
η ώρα περασμένη μετά το μεσονύχτι,
καθώς συλλογιζόμουν της Λεσβίας
την ερωτική φωνή,
την ομιλία την ποιητική
εκείνης «που καθεύδα μόνα».

Υπό το φως ακίνητο και διαπεραστικό
(ώσπου να εξαφανιστεί)
στην πάσαν ησυχία,
η ερωτική ανησυχία της θα ήταν, τότε,
υπέροχα τυραννική :
«δίχα μοι τα νοήματα..» ως έγραψε.

(συλλογή "Το σταυροδρόμι)


από το βιβλίο Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη
Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2000

.

Ετικέτες ,

28.12.07 0 comments

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

44 ~ ο Ανδρέας Αγγελάκης στην Βερονίκη Δαλακούρα

***

Η Οδός Θρασυβούλου

Στη Βερονίκη Δαλακούρα

Στοίχειωσε η ζωή μου σε τούτο το κρεβάτι
το σαράβαλο απ' τα τόσα κορμιά που κυλιστήκανε
στην κουβέρτα του. Τόσα ονόματα, τόση ομίχλη,
τόση θλίψη αβάσταχτη.
Πέφτουν οι σοβάδες απ' τους τοίχους,
μέσα από τις τρύπες τους χιλιάδες μάτια,
φωνές ανάπηρες, πνιγμένες
και χρόνια -έξι να 'ναι;- τα ίδια:
η βρύση, το λιωμένο σαπούνι, τα σκουπίδια
στις σκάλες, άδειες μποτίλιες, μαραμένα προφυλακτικά
σαν πουκαμισάκια χωρίς ζεστό κορμί να ντύσουν,
το καθρεφτάκι με το χρόνο κολλημένο
στα ραγίσματά του. Το πρόσωπό σου.
Έπιασε βοριαδάκι, η βροχούλα μουσκεύει
τους τενεκέδες με την αρμπαρόριζα στην πίσω αυλή
θυμάσαι;
η σιδερένια σκάλα με τη χοντρή νοικοκυρά
που ζήταγε μετά τη λειτουργία το νοίκι,
τα μάτια του παπά στο τζάμι της εκκλησιάς απέναντι
να μου θυμίζουν τη φωτιά της κόλασης,
ο διάβολος με στολή εσατζή ν' ανάβει τσιγάρο
στην παρακάτω γωνία ύποπτος, απειλητικός
με το πιστόλι του στραμμένο πάνω μου
έτοιμος να ρουφήξει τα λεφτά και το λαιμό μου.
Τακ τακ έπαψε η βροχή. Γινήκαν τόσα
από τότε που έφυγες.
Μαζεύω κομμάτια απ' το πρόσωπό σου
σε κάθε μούτρο τυχαίο, όπως ο βασιλιάς
το σπαραγμένο του γιο στο παραμύθι.
Μπήκε χειμώνας. Μοσχοκάρυδο. Ψήνουν μουσταλευριά επάνω.
«Πού να προλάβουν λίγα κόλυβα να ταΐσουν
όλους τους ζητιάνους», λέει η καντηλανάφτισα.
«Χτες πάλι ξεχάσατε ανοιχτή την πόρτα σας,
κάποιος χτύπησε με μπλούζα μαύρη ναυτική
εκεί γύρω στις οχτώ.
να προσέχετε,
πρεζάκηδες, καταζητούμενοι, άστεγοι,
θα σας αρπάξουν τίποτα

(ξάφνου μύρισε γιασεμί, ανατρίχιασα, πού να 'σαι;)

είπε πως ζήταγε εσάς, τον περιμένατε, λέει,
είναι γνωστός σας».
«Ναι», απάντησα, «τον περίμενα, είναι ο θάνατος».
«Καλέ αφήστε αυτά τ' αστεία, νέο παιδί,
χτύπα ξύλο,
ωστόσο δε βλάπτει να γίνετε προσεχτικότερος».

Σε θυμάται κι εκείνη μα δε βγάζει άχνα για σένα,
με κοιτάει λοξά κόβοντας αρμπαρόριζα,
αλλά κι εγώ σ' εκδικιέμαι, αγρίμι -
κλείνω την ετοιμόροπη πόρτα
και τρώω τις σάρκες σου δίχως τύψη
σαν γάτος που ξεσχίζει τα μικρά του στο πλυσταριό.


από την ομώνυμη συλλογή
εκδ. Οδυσσέας

.
22.12.07 0 comments

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

43 ~ ο Βαγγέλης Κάσσος για τον Κώστα Καρυωτάκη

***

Σκέψεις του Κώστα Καρυωτάκη ενώ σχεδιάζει
το ποίημά του "Η πεδιάς και το νεκροταφείον"


σχήμα προς αποφυγήν ο πλεονασμός
της φύσης
πάνω στο μπλε κατεβατό του ουρανού
ούτ' ένα κόκκινο φτερό
περνούν τα λάθη
κάτω η ζωή
υπογράφει με σταυρό
γι' αυτό νυχτώνει
γι' αυτό ανέκαθεν νυχτώνει
κι όλο πληθαίνουνε τ' αστέρια
όλο πληθαίνουν
είναι τα ζάρια των χαμένων
που δοκιμάζουνε την τύχη τους
ξανά και ξανά
μες στο σκοτάδι


από την ανθολογία Τα ποιήματα του 2006
έκδοση: Κοινωνία των(δε)κάτων, 2007

.

Ετικέτες ,

17.12.07 0 comments

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

42 ~ ο Γιάννης Κακουλίδης στον Ανδρέα Εμπειρίκο

***

Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Η σκούνα των αναχωρητών
πολύχρωμος ως άλλοτε
μ' έντονες αποχρώσεις του φαιού
ακολουθεί την ρότα και των δύο άρκτων.

Κρυμμένος στο κατάμπαρο
μ' όλες τις αναθυμιάσεις
των αποθηκευμένων εμπορευμάτων
της Αραπιάς
παρακολουθώ μια-μια τις κινήσεις σου
"zero la barre" και "slow astern"
κι η ακολουθία του πλαγκτόν
εκπέμπει όλο της το πράσινο
στο σημείο που προκαθόρισες
τη ρίψη της άγκυρας.

Δακρυρροών Σε χαιρετώ κατερχόμενον
αλλά γελώ στη σκέψη ότι ανέστης
καθώς η έλιξ ποντοπόρου που βιδώνεται
στο κύμα.


από το βιβλίο Γενιά του 70 - α' ποίηση
εκδ. σίσυφος, 1979

.

Ετικέτες

12.12.07 0 comments

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2007

41 ~ η Μυρτιώτισσα για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη

***

Κωνσταντίνος Καβάφης

Αδύνατο να φανταστώ Καβάφη
έξω απ’ την Αλεξάντρεια, και πάλι
χωρίς Καβάφη τι είν’ η Αλεξάντρεια;
Αυτά σκεφτόμουν ύστερ’ από χρόνια,
σα βρέθηκα ξανά σ’ αυτή τη χώρα.
Αν κι είχε από καιρό πεθάνει, ωστόσο
δεν πήγα να τον βρω στο κοιμητήρι,
μα κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
στο σπίτι του να πάω, ωσάν και τότες,
τι ελόγιαζα πως κάτι θ’ απομείνει,
κάτι απ’ αυτόν, κάποιο δικό του αχνάρι,
κάτι απ’ το χέρι που άνοιγε την πόρτα…
Και κίνησα ένα δείλι μοναχή μου
μ’ άλικα τριαντάφυλλα στο χέρι.
Η θύρα που ήταν άλλοτες δικιά του
να την! κλειστή για μένα, δε θ’ ανοίξει,
μ’ εφτά σφραγίδες είναι σφραγισμένη
και δίπλα της μια πλάκα εντοιχισμένη,
με τ’ όνομά του: “Ο ποιητής Καβάφης
εδώ καθόταν…” Πως! σ’ αυτόν τον τάφο;
Ω ποιητή! με τα πελώρια τα μάτια,
μυστηριακά, βυζαντινά, όλο φλόγα,
που ’ν’ το ζεστό σου σπιτικό, και τα κεριά σου
που με το φως τους τ’ αμυδρό μας γοητεύαν;
Που ’ν’ τ’ ανεχτίμητα χαλιά τα πατρικά σου
και τα παλιά τα μόμπιλα της Πόλης;
Και των βιβλίων σου που ’ναι ο θησαυρός
με τις περγαμηνές στα εβένινα ράφια;
Τ' αρώματα απ’ το σάνταλο κι ο Άχμετ
που σιωπηλά μας κέρναγε ολοένα,
κι ολονυχτίς μας κράταες με το λόγο
και το πιοτό, σε μιαν ουράνια μέθη
πνευματική, που δεν εματαστάθη;
Και τώρα είσαι ένα τίποτα όπως δείχνει
τούτη η κλειστή κι αραχνιασμένη θύρα
κι η πλάκα η παγερή με τ’ όνομά σου.
Μονάχα ο Ποιητής υπάρχει τώρα.
Μα ωστόσο εγώ τα ρόδα μου έχω φέρει
για σένανε, που ζεις μες στην καρδιά μου,
κι ένα προς ένα τα τώρα τα σκορπίζω
με δάκρυα εδώ στην έρμη ετούτη πέτρα,
που άλλοτες του σπιτιού σου ήταν κατώφλι…


Από την ιστοσελίδα του Λάκη Φουρουκλά για την Μυρτιώτισσα
.
Ποιήματα για τον Κ. Π. Καβάφη 2
.

Ετικέτες ,

7.12.07 0 comments

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

40 ~ ο Μιχάλης Γκανάς στον Γιώργο Κοροπούλη

***

Σονέτο
Στον Γιώργο Κοροπούλη, παραγγελιά

Χρόνια-χαρτιά, γραμμένα-διαβασμένα
μ' ένα καημό αμίλητο στο βάθος
και μια χαρά αξόδευτη, σαν πάθος
που θ' άλλαζε της μοίρας τα γραμμένα

αν έβρισκε μια κοίτη να κυλήσει
και μια ζωή που ήξερε τι θέλει'
όχι απλώς ανώδυνα τα τέλη
και ανεπαίσχυντα σχεδόν να σβήσει.

Αγάπη μου, που σ' έντυσα στα μαύρα
και οι καθρέφτες ράγιζαν μπροστά σου,
φόρεσε φωτοστέφανο την αύρα

ενός κορμιού που καίγεται και στάσου
γυμνή κι όλο θυμό απέναντί μου,
σωτήρας μου και είσοδος κινδύνου.


από την ανθολογία Ανθοδέσμη - Ποιήματα και
τραγούδια για μια νύχτα

εκδ. Άγρα, 1993
.

Ετικέτες ,

1.12.07 2 comments