ποίημα για σένα: 217 ~ ο Εμίλ Βεράρεν για τον Μιχαήλ Άγγελο

ποίημα για σένα

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

217 ~ ο Εμίλ Βεράρεν για τον Μιχαήλ Άγγελο

Emile Verhaeren for Michelangelo Buonarroti


Μιχαήλ Άγγελος

Όταν ο Μπουοναρόττι μπήκε στην Σιξτίνα,
στάθηκε λίγο ως
να κρυφάκουε,
το μάτι του μέτρησεν ύστερα το ύψος του θόλου
και το βήμα του τον δρόμο απ' τον βωμόν ως τον πυλώνα.
Τη μέρα παρατήρησε πού απ' τα παράθυρα χυνόταν
και πώς θα 'πρεπε να δαμάση, να υποτάξη,
τα φωτεινά, αχαλίνωτα άτια της δουλειάς του.
Ύστερα πια έφυγε, ως το βράδι, στα χωράφια.
Οι γραμμές των κοιλάδων, των βουνών οι όγκοι,
με τα. έντονα περιγράμματά τους το μυαλό του οικήσαν.
Απ' τα βαριά εδιδάχθη ροζιασμένα δέντρα
πού τυραννούσεν ο άνεμος, πώς να λυγίζη
με δύναμη τους τένοντες μιας ράχης, ή τις περιμέτρους
ενός κορμού, η την ορμή, κατά τον ουρανό, μεγάλων
εξηρμένων βραχιόνων, τόσο πού, εκείνες τις στιγμές,
ολόκληρη η ανθρωπότητα — κίνηση, ανάπαυση, στάση και πόζα
και βάδισμα — έπαιρνε γι' αυτόν την απλοποιημένη
θέα των πραγμάτων. Με τη νύχτα,
στην πολιτείαν επέστρεψε, γιατί κανένα
από τα οράματα του, τα μεγαλειώδη,
δεν είχε, μπρος στα μάτια του ηρεμώντας, πάρει,
και τα 'βαλε με τον εαυτό του,
την ηρεμίαν αγάλματος.

Ο ύπνος του μεταβλήθηκε στο εξής σε μια γιγάντιαν
ώθηση θυελλωδών χειρονομιών μέσα απ' τη σκέψη
του. Όταν ξάπλωνε ανάσκελα το βράδι,
τα νεύρα του φλογίζονταν ως μέσα στην ανάπαυση του'
ριγούσε πάντα, σαν τη σαΐτα που τρυπά ένα τείχος
και στην ρωγμή δονείται' κι ακόμη για να μεγαλώση
τους καθημερινούς του πόνους, αγωνιούσε
για των δικών του τα παράπονα και. τις δυστυχίες'
το τρομερό μυαλό του ήταν σαν πυρκαγιά
γεμάτη καταστροφικές φωτιές και φλόγες
κραδαινόμενες. Αλλ' όσο πιο πολύ πονούσε,
τόσο έμπαινε η μνησικακία  ή η πίκρα μέσα στην καρδιά του,
όσο περισσότερο ώρθωνε μέσα του εμπόδια
τη στιγμή του κεραυνού και του θαύματος για ν' ζπομακρύνη,
που απότομα θα φώτιζε τον μόχθο του όλο,
τόσο καλύτερα αργαζότανε μες στην πιστεύουσα καρδιά του
το σκοτεινό και πυριφλεγές έργο
που μέσα του έφερνε τον θρίαμβο και τον φόβο.

Ήτανε Μάης, ώρα που εσήμαινε ο όρθρος, όταν, επιτέλους,
επέστρεψε μες στην Σιξτίνα. Έχοντας όλη
τη δύναμη μες στο μυαλό του. Σε δέσμες
είχε μαζέψει την ιδέα του: σαφείς και βέβαιες ομάδες,
μ' ευρύστερνη και πέρφανη γραμμή, κινούνταν
μπροστά του σ' αναλλοίωτο φως'
η σκαλωσιά ήταν τόσο στέρεα στημένη
που θα μπορούσε κι ως το στερέωμα να φτάση.
Μεγάλη μέρα φωτεινή γλιστρούσε κάτω από τον θόλο,
παντρευόταν με την καμπύλη και την άνθιζε όλη.
Ο Μιχαηλάγγελος ανέβαινε τα σκαλοπάτια
τα ξύλινα, ευκίνητος, δρασκελίζοντάς τα
τρία - τρία μαζί. Καινούργια φλόγα
έκαιε κάτω απ' τα βλέφαρά του. Ψηλά,
τα δάχτυλά του ψηλαφούσαν και χάιδευαν τις πέτρες
που θα έντυνε με δόξα κι ομορφιά.
Ξανακατέβηκε ύστερα με βιαστικό βήμα
και μαντάλωσε, με δυνατό χέρι,
την πόρτα.

Κιόλας
σε δώδεκα υποθολώματα, που τα μοίρασε όλα
σε πέντε σίβυλλες και σ' εφτά προφήτες
που γύρευαν να διεισδύσουνε στα παλιά βιβλία
τα σκοτεινά, που το ακίνητο κείμενό τους
σταματούσε, μπροστά τους, το κινούμενο μέλλον.
Στο μάκρος μιας στεφάνης με τετράγωνες άκανθες, κινούνταν
με τόλμη ωραία κορμιά όλο φέγγος, κι ο κορμός τους
ή η ράχη τους οικούσε το επιστύλιο με την ανθισμένη
ρώμη τους και την χρυσή τους σάρκα.
Ζεύγη γυμνών παιδιών υποβαστούσαν
αετώματα. Γιρλάντες
εδώ κ' εκεί πετούσαν τ' ανθοπλεγματά τους.
ΤΓο μακρύ φίδι, τ' ορειχάλκινο έβγαινε από τη σπηλιά του.
Η Ιουδήθ καμάρωνε μες στο αίμα του Ολοφέρνη.
Ο Γολιάθ σωριαζότανε καθώς μνημείο'
και, προς τους ουρανούς, ανέβαινε του Αμάν
το μαρτύριο. Δίχως λάθη
και δίχως διαγραφές, μέρα τη μέρα,
χωρίς ανάπαυλα, το έργο παγιωνόταν
στην πλήρη του συναρμογή' σε λίγο
η Γένεση βασίλευε στου θόλου το κέντρο: εκεί μπορούσες
να δης τον Θεό μαχόμενο, σαν έναν
αγωνιστή, με το σκοτεινό χάος, τη γη καί τα νερά' η σελήνη
κι ο ήλιος με διπλή σφραγίδα
σημάδευαν τη θέση τους μέσα στην φλογερή έκταση, τη νέα.

Μέσα στο διάστημα πηδούσε και πετούσεν
ο Ιεχωβά, λουσμένος απ' το φως ή σηκωμένος
από τον άνεμο' ουρανός, θάλασσα και όρη
όλα έμοιαζαν, από μια δύναμη άπλετη κι αργή, διευθετημένη
δεόντως, να ζούν' μπροστά στον δημιουργό της
η όμορφη Εύα, έκπληκτη, τα τρυφερά της
χέρια ύψωνε και το γόνατο λυγούσε,
ενώ ο Αδάμ το δάχτυλο του ζηλωτή Θεού αισθανόταν
ν' αγγίζη τα δικά του και να τον προσκαλή σε μεγάλα έργα'
κι ο Κάιν κι ο Άβελ ετοίμαζαν τις προσφορές τους'
κι ο δαίμονας, που έγινε γυναίκα
και πειρασμός, κοσμούσε με τα βαριά στήθη του το δέντρο
πού εδέσποζε' και, κάτω απ' του αμπελιού του
τα χρυσά κλήματα, προσάραζεν η μέθη
του Νώε στην γή' κι ο σκοτεινός κατακλυσμός, σαν ένα
φτερούγισμα, άπλωνε τις φαρδιές νερένιες του φτερούγες
στα δέντρα και στα εδάφη.

Σε τούτο το γιγάντιον έργο, που μονάχος
ετέλειωσεν, ο Μιχαηλάγγελος καιγόταν
απ' τη φωτιά του Ιεχωβα' υπερυψωμένη
ανάβρυσεν η τέχνη απ' το μυαλό του' το ταβάνι
οικήθηκε από νέα φυλή μεγαλειωδών πλασμάτων,
βίαιων, στοχαστικών. Σπασμωδικό, αυστηρό, καθώς του Ντάντε
ή του Σαβοναρόλα, είχε το πνεύμα του ξεσπάσει.
Τα στόματα, αυτά που άνοιγε, άλλα λόγια έλεγαν,
τα μάτια, που αυτός φώτισεν, έβλεπαν άλλα πεπρωμένα.
Στα υψηλά μέτωπα, στ' αγέρωχα στήθη, βροντούσε
κ' επαλλεν η βαθιά ψυχή του' δημιουργούσε, πάλι,
τον κόσμο και τον άνθρωπο, κατά την καρδιά του,
τόσο μοναδικά, που, σήμερα, για όλους εκείνους
που επισκέπτονται τα μεγαλεία και τις δόξες
τις λατινικές, εκάρφωσε, πάνω στον θόλο της Σιξτίνας,
την παντοδύναμη χειρονομία του μέσα στου Θεού τη χειρονομία.

μετάφραση: Άρης Δικταίος


από την Ανθολογία Βέλγων Ποιητών
εκδόσεις Γ.Φέξη, 1969

.
28.2.13

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home