ποίημα για σένα: 215 ~ ο Κωστής Παλαμάς στον Κ. Καρθαίο

ποίημα για σένα

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

215 ~ ο Κωστής Παλαμάς στον Κ. Καρθαίο

***

Στον ποιητή Κ. Καρθαίο

Το να γινώσκης είναι ο σκοπός.
Το να ενεργής είναι το μέσο.

(Λόγια του μεγάλου μαθηματικού
και φιλοσόφου Henri Poincaré).


Τα χρόνια μου, αγγιγμένα από το κρύο
μιας χειμωνιάς, και η σκεπτική σου η νιότη,
πρωί κάπου απαντηθήκαμε και οι δύο'
ο δουλευτής μ' εσένα το στρατιώτη.

Και μιλήσαμε. Λόγια σαν του ανθρώπου
τα βήματα την ώρα που ο σεισμός
πέρα ως πέρα ξεσκίζοντας του τόπου
του τα σπλάχνα, μουγγρίζει, χαλασμός.

Στον αττικό ουρανό πώς λάμπει η μέρα,
πώς έρχεται και πάει το χελιδόνι!
Μα πώς μαυρολογούν εκείθε πέρα
για ιδές! οι ανθρώποι, σκιάχτρα, οχιές, δαιμόνοι!

Πώς σκούζει ένας χορός! Πολλή μαυρίλα
πλάκωσε, μαύρη σαν την καλιακούδα!
Τρυπάει μαχαίρι της καρδιάς τα φύλλα
το τραγούδι ο χορός που το τραγούδα.

Η πατρίδα; Κομματιασμένη. Ο θρόνος;
Μ' όλες τις δάφνες του κατρακυλά.
Ποιος είναι ο λυτρωτής; Ο μητροχτόνος
ποιος είναι; Οϊμέ! Προβλήματα θολά!

Δυο θελήματα. Ανάμεσα σ' εκείνα
κουβαριασμένη, σπαρασμένη, ω φρίκη!
Μητέρα, Εσύ! Κι ως ψες χλωρά τα κρίνα
στρωτά, για να πατάς, από τη Νίκη!

Άγρια δυο χέρια. Ανάμεσα σ' εκείνα
ποια αμάχη, κρίση ποια, ποια καταδίκη!
Ατσάλι βάλε στην καρδιά σου, Αθήνα,
σηκώσου εκδικητής, Θεσσαλονίκη!

Στό φοβερό συρτό πώς τ' αναδεύουν
τα κορμιά, των ανθρώπων οι χοροί!
Με τα βούκινα πώς τους συνοδεύουν
πράματα θάματα, οι ώρες, οι καιροί!

Όλα ρεύουν ανήμπορα ή θεριεύουν.
Α! Ποιος να μείνη ατάραχος μπορεί
στους χορούς φρενιασμένους που χορεύουν
πράματα θάματα, οι ώρες, οι καιροί;

— Σε μοίρας ανελεήμονης τα πόδια,
ή στου Θεού μας το έλεος γυρτοί;
Των εθνικών απριλομάηδων ξόδια
μας δίεχνουν για ποιας λύτρωσης γιορτή;

Μέσ' στο παλιόσπιτό σου ταμπουρώσου,
ζήσε όπως όπως'  ο παθός μαθός.
Κάλλιο γλίστρα στο δρόμο το δικό σου
παρά στο δρόμο του άλλου να είσαι ορθός.

Του ξένου τ' άγγισμα, όποιο, δεν αφήνει
τα σημάδια του σκλάβου στο κορμί;
 Δεν είναι δανεικιά η μεγαλωσύνη,
λευτεριάς ψεύτρας ψεύτρα και η τιμή.

Με τ' αρμυρά μου δάκρυα σ' ανταμώνω,
εσύ της πείνας μου είσαι πλερωμή,
ντόπιο μαύρο κριθάρι που ζυμώνω,
όχι του ξένου το άσπρο το ψωμί.


...Μα σα να μας τραβούσε ανοιχτομάτης
λογισμός την τρεμάμενη καρδιά.
(Του φωτός ο θεός πάντα παραστάτης
στου ψαλμού του απολλώνιου τα παιδιά!)

Κ' έλεγες πως και πάντα, η θέαινα Σκέψη
το νου στα χρυσά δίχτυα της που κλιεί
το χορό δεν αφήνει να χορέψη
που χορεύουν τριγύρω μας οι απλοί,

γιατί υποταχτικούς της κι αν κρατάει
τους αντρειωμένους Πράξη και Βουλή,
με το πάθος της Καλυψώς ζητάει
των Οδυσσέων, η Σκέψη, το φιλί.

Γιατί και ο νους ο στοχαστής και δίχως
την απόφαση αλύγιστη, γοργή,
σκάφτει, ενεργεί' πατέρας είναι ο Στίχος,
ο Λόγος, έργο' ένα βιβλίο, πηγή.

Και το σύγνεφο ο άνεμος που σέρνει,
ψυχή του ονείρου στ' άδεια τα γλαυκά,
την ευεργέτρα τη βροχή μάς φέρνει,
βγαλμένη απ' του πελάου τα σωθικά.

Αρχοντιές είναι και θυσίες και χρέη,
αλήθειες, λεβεντιές, αναπαμοί,
που τα χαίρονται μόνο κάποιοι ωραίοι
αταίριαστοι ερημίτες λογισμοί.

Κ' έλεγα:
—Αισθάνομαι, είμαι σαν το πλάσμα
που χάνει το κλαδί, το ακούμπισμά του,
γύρω του ο κόσμος χάλασμα και χάσμα,
και το δέντρο, πελεκημένο, κάτου.

Κ' έλεγα:
—Αισθάνομαι, είμαι σαν το πλάσμα
που, ξαφνιασμένο, ανάερα σπαρταρά
απάνου από το χάλασμα, απ' το χάσμα'
δεν έχει ακουμπιστήρι' έχει φτερά.

Έχει φτερά. Κρατιέται. Τι άλλο μένει;
Ένα στόμα. Πουλιά, κ' εσύ κ' εγώ
ή για κάποια λαλιά ξεψυχισμένη
ή για κάποιο κελάιδισμα ενεργό

που ξεπερνώντας τη στραβή φατρία,
την πεζή γη, την άλαλη τρομάρα,
ή θα κηρύξη μια ιερή λατρεία
ή θα τινάξη μια σκληρή κατάρα

ή το λόγο θα βρή μέσ' στο σκοτάδι,
το Λόγο που αν δεν είναι ο λυτρωτής,
λάμπει σαν τ' ακριβώτατο πετράδι,
φωτίζει σαν πυρσός οδηγητής.

4 του Θεριστή 1917.


Κωστή Παλαμά Άπαντα, τόμος 7ος.
εκδ. Μπίρη, 1972 (με την επιμέλεια του "Ιδρύματος Κωστή Παλαμά")


ακόμα:
Ο Κωστής Παλαμάς
- στα Αυτοβιογραφικά,
- στo γράμμα σε χαρτί, και
- στα λογοτεχνικά ταξίδια στον κόσμο
.

Ετικέτες

3.2.13

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home