
***
Ύστατη ώραΈνα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ' την ανάμνηση, μπορεί κι απ' το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θα 'παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ' ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κ' η αφή, η μοναχική, της πέννας του - όχι αντίθεση'
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μια φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ' το κρεββάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει - (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθησε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσίς της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.
από το βιβλίο Γιάννης Ρίτσος, 12 ποιήματα για τον Καβάφη
εκδ. Κέδρος, 1987.Ποιήματα για τον Κ. Π. Καβάφη 1.
Ετικέτες Ποιήματα για τον Κ. Π. Καβάφη 2, Ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου