
***
Έμιλυ Ντίκινσον
Πολύ λεπτή. Μικροκαμωμένη.
Πάντα ντυμένη στ' άσπρα.
Μέσα στο σπίτι ακούγονται τα βήματά της
πάντοτε ρυθμικά και κοριτσίστικα.
Ξεσκονίζει ράφια και ποτίζει λουλούδια
με τα λεπτά ευκίνητα χέρια της.
Ψήνει ψωμιά, κάνει περιπάτους
γράφει κάρτες σε φίλους και συγγενείς.
Τρυφερή αδελφή. Αφοσιωμένη κόρη.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες στο σπίτι της κούκλας.
Αλλ' η ύπουλη φωτιά ήλθε κι αφάνισε
κι η άλαλη κραυγή εκραύγασε.
Και πίσω απ' την αμπαρωμένη πόρτα
του παρθενικού δωματίου στο πατρικό
στεκόταν ένας άγνωστος σε όλους,
τόσο πολύ μόνος, τόσο πολύ γενναίος.
Στεκόταν ένας κρύος χειρούργος κι ακροαζόταν
τον πόνο, τη γυμνή οδύνη της.
Και ενώ το μαξιλάρι πνίγει τους στεναγμούς της
η ίδια κάνει την αυτοψία της καρδιάς της.
μτφ: Γιώργος Χριστογιάννης
από την ανθολογία Νορβηγοί Ποιητές 1900-1985
εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1985
.