ποίημα για σένα: 85 ~ ο Mαρκ Ντότυ στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη

ποίημα για σένα

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

85 ~ ο Mαρκ Ντότυ στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη

Mark Doty for Constantine P. Cavafy

***

Στον Καβάφη

Μιλούσαμε για τις επιθυμίες,
πως μερικές φορές μια εικόνα μόνο,
μια επιφάνεια, μας επιβάλλεται:
εκείνο το αγόρι, για παράδειγμα, που το παρακολουθούσαμε
από την ακτή, να κάθεται με την πλάτη του
μισογυρισμένη προς το μέρος μας, στη μικρή εξέδρα

της λίμνης νούμερο 10. Πέντε κολυμβητές
-πρόσωπα μιας ιστορίας που
την πλάθω με το νου όσο και τη θυμάμαι-
ξεκουράζονταν πάνω στην εξέδρα,
ενώ άρχιζε να πέφτει μια λεπτή ομίχλη,
πέντε η ώρα τ' απογεύματος, στο τέλος

του Αυγούστου. Αν και είναι μόνο μερικά
πόδια μακριά, η απόσταση
ανάμεσά τους διατηρείται προσεκτικά
δύο από αυτούς κοιτούν με προσοχή το νερό,
ένας κοιτάζει μακριά προς το αόριστο
σύνορο της όχθης. Στ' αριστερά

οι ψηλότεροι στέκονται όρθιοι, παιδιά του λυκείου:
ένας κοιτάζει προς τα εμάς, τα μπράτσα
σταυρωμένα στο στήθος, σιωπηλός,
στη σκιά, όμως το φως
πέφτει πάνω στους ώμους
του πανέμορφου φίλου του και τους μεταμορφώνει

σε μια λευκή γραμμή μες στην ομίχλη τ' απογεύματος.
Είναι αρκετά αργά για κολύμπι.
Ο φωταγωγημένος στέκεται με τέτοια σιγουριά,
τα πόδια ίσα που ανοίγουν,
κι ίσως να κουνιέται και λίγο μπρος πίσω.
Αυτό που ήταν πριν μια επιφάνεια στη μνήμη

-φως στους ώμους ενός αγοριού-
τώρα παίρνει βάθος, γίνεται σχεδόν τρισδιάστατο
καθώς το ξαναπλάθω'
μπορώ να νιώσω, αν οχι να δω,
το νερό της λίμνης να κυλά
στους ώμους του. Είναι εγωκεντρικό

ν' αγαπάς, όχι τον κόσμο,
αλλά τα ινδάλματά σου αυτού του κόσμου;
Ή μήπως είναι αυτό που εννοούμε όταν λέμε
«αξιομνημόνευτο» - ότι παίρνουμε κάτι
απ' των πραγμάτων την επιφάνεια και το κάνουμε
δικό μας; Θα μπορουσα να φανταστώ γι' αυτόν
ό,τι παρόν θέλω, μια οποιαδήποτε προσωπική ιστορία, αλλά αυτό που βλέπω
είναι το φαρδύ πράσινο μαγιό του,
που το 'χει μάλλον χρόνια,
και το φοράει τόσο άνετα.
Το πράσινο νερό κάνει το δέρμα του λευκό
και τώρα νομίζω ότι το στέρνο και τα μπράτσα του

σαν να κρυώνουν λίγο.
Αυτός κι ο φίλος του μιλούν
και δεν μιλούν, μια χαμηλόφωνη, λακωνική συζήτηση
χωρίς καμιά ουσία. Έτσι που είναι τώρα,
καθώς είναι ουσιαστικά μια μνήμη ξαναπλασμένη,
κι όπως φτιάχνουμε ιστορίες

για τον εαυτό μας βασισμένοι σε ό,τι μας κάνει εντύπωση,
σε ό,τι μας κάνει να έxουμε ανάγκη από ιστορίες,
κάτι πρέπει, αλήθεια, τώρα να συμβεί. Τίποτα δεν συνέβη'
δεν ήξερε ότι παρακολουθούσαμε.
Κολύμπησα μέχρι την εξέδρα, σου έγνεψα
στην ακτή, ξαναβούτηξα στο νερό.

Και βέβαια τον ποθούσαμε,
αλλά ακόμα πιο πολύ - έχουμε
στο σώμα ο ένας του άλλου, που είναι ίσως καλύτερο
γιατί είναι οικείο.
Να μπούμε στο άλλο σώμα θέλαμε, όπως ακριβώς
βούτηξε αυτός ανέμελα

απ' τη μικρή αποβάθρα,
σίγουρος για τον εαυτό του' ο κολυμβητής
γίνεται μορφή καθαρή, το απόλυτο σχήμα
για το νερό που σχίζεται στα δύο. Και μία μόνο αμφιβολία
να υπήρχε στο κεφάλι του, θα είχε νομίζω, εξαφανιστεί,

ή θα ήταν κάποιος άλλος,
και καθώς τον φαντάζομαι, ο νους μου πάει
στον Καβάφη, σε πλαγιάσματα μέσα σε κάμαρες κλειστές στον πάνω όροφο,
φερμένα στη μνήμη πάλι μέσα σε κάμαρες κλειστές στον πάνω όροφο.
Πρέπει να ήταν η δικιά του μια ζωή της πάνω κάμαρας,
γεμάτη απ' την ανάμνηση του τι έγινε εκεί πέρα,

σιμά στο ράφι με τα βάζα, όπου η κουρτίνα
θα έκρυβε το μισό κρεβάτι
με τη σκιά από τον ήλιo του μεσημεριού.
Κάποιος που θα τον είχε συναντήσει στο αμάξι το κλεισμένο,
ή κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη με μαντίλια,
κάποιος που θα μπορούσε να τον φέρνει στο νου.

Για λίγο τα καπέλα τους
θα κρέμονταν σ' έναν γάντζο πίσω από την πόρτα,
αυτοί οι άντρες με τα σώματα φευγάτα
-να προλάβουν ένα τρένο, να προλάβουν ένα ραντεβού-
να γίνονται όλο και πιο βουβοί και ιδεώδεις,
πιο μόνιμοι καθώς τους ξαναδούλευε.

Κι αν ακόμη το χέρι του τους είχε ψηλαφήσει
-η μαβιά αρτηρία σ' ένα μπράτσο
ένας xοντρός, μαυριδερός καρπός-, δεν ξέρω
αν θ' άλλαζε και τίποτα. Δεν ξέρω
αν αλήθεια ήθελε ποτέ ν' άγγίξει και κανέναν.

μτφ: Δημήτρης Παπανικολάου


από την Ποίηση - τχ. 24, Φθινόπωρο 2004
.

Ποιήματα για τον Κ. Π. Καβάφη 2
.

Ετικέτες

23.11.08

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home