ποίημα για σένα
Κυριακή 23 Ιουνίου 2013
226 ~ ο Δημήτρης Καλοκύρης στον Γιώργο Χουλιάρα
***
Το πουλί
στον Γιώργο Χουλιάρα
από το βιβλίο Δημήτρης Καλοκύρης, Τα φανταστικά φουγάρα
εκδόσεις: Γνώση, 1980
.
Το πουλί
στον Γιώργο Χουλιάρα
Εδώ αρχίζουν οι φωνές των μηχανών χρώματα κρεμασμένα μες στο φως, σέρνουνε μια γραμμή, την άμμο μες στην περιπέτεια. Τη νύχτα, μες στον ύπνο, μια άγρια τριανταφυλλιά απ' όνειρο σε όνειρο που μεγαλώνει. Τρέχει και τώρα, ανεμίζοντας ξεμαλλιασμένη το σεντόνι της. Κοιτάει δεξιά, αριστερά, άλλοτε την κολόνα, μια το άλμπουρο που ξεσηκώνεται μες από το χειμώνα.
-Ένα πουλί που πιάνει άξαφνα φωτιά και καίγεται φτεροκοπώντας στον αγέρα.
Νταούλια και φεγγάρια συρματένια, αγκιστρωμένα από τα κλαδάκια στο περβόλι, λάμψεις και μακρινές αντανακλάσεις μες στα δέντρα, χώμα ξερό, λάσπη φτενή, χαραγματιές στο φρούτο του σπαθιού της —Κι απάνω, το λιγνό πέτρινο άλογο που βηματίζει φοβερούς αιώνες ρυθμικά, αγκυλωμένο μια για πάντα μες στη συνοικία.
Κοιτούσε τώρα ένα κίτρινο πουλί, στόλισμα μες στα μάτια το πρωί και το βράδι. Σηκώθηκε αργά απ' την πολυθρόνα της, μνήμη που να μην ξεκολλάει από πουθενά, και τρέχει, κι όλο γυρνάς πάνω στην κοίτη σου, στα χαλαρώματα του κρεβατιού -Μη με κοιτάς! Το άλογο περνώντας μες στον άργιλο, ο ήλιος στην εικόνα παλαιός, αστράφτοντας κίτρινο φως και κόκκινο φως από χαρτί φτηνό και πετιμέζι.
Ξανά. Κάθησε στην πολυθρόνα' η πλάτη μουδιασμένη, μια εκδρομή όπως μια μαχαιριά στη ράχη ξαφνική, στο δρόμο, μια παγίδα, στην Πόλη είχε κίτρινα τριαντάφυλλα, εδώ δεν είδα πουθενά, χαμογελούσε και περπάταγε σ' ένα άλλο φιλμ (ανάμεσα κοπέλες νεραντζιές μ' αρώματα πικρά στη σάλα, το πρόσωπο μιανής γυναίκας φοβισμένης, ταπεινής, γερμένη σε μια τάπια χαμηλή που μπαινοβγαίνουν τα στρατεύματα και της κεντούν τα μάτια τα μελίσσια, αντιφεγγίσματα μες σε μιας γούρνας το νερό, αργά, βαθιά που πνίγονται μικρά ερπετά πασχίζοντας να καταπιούν ένα φλογάτο ρημαγμένο φρούτο).
Το άλογο το προσπερνούσε η χαρακιά κι ο μήνας αρπαγμένος. Διώχνει με την παλάμη απ' το πρόσωπο τα έντομα και περνά ο χειμώνας και ξυπνάει το πρόσωπο ένα υγρό (ξυπνά) κατακόκκινο γυρνώντας όλη τη μεριά στο προσκεφάλι της.
Χαθήκανε τα ορνεα από τούτο το λιβάδι.
-Ένα πουλί που πιάνει άξαφνα φωτιά και καίγεται φτεροκοπώντας στον αγέρα.
Νταούλια και φεγγάρια συρματένια, αγκιστρωμένα από τα κλαδάκια στο περβόλι, λάμψεις και μακρινές αντανακλάσεις μες στα δέντρα, χώμα ξερό, λάσπη φτενή, χαραγματιές στο φρούτο του σπαθιού της —Κι απάνω, το λιγνό πέτρινο άλογο που βηματίζει φοβερούς αιώνες ρυθμικά, αγκυλωμένο μια για πάντα μες στη συνοικία.
Κοιτούσε τώρα ένα κίτρινο πουλί, στόλισμα μες στα μάτια το πρωί και το βράδι. Σηκώθηκε αργά απ' την πολυθρόνα της, μνήμη που να μην ξεκολλάει από πουθενά, και τρέχει, κι όλο γυρνάς πάνω στην κοίτη σου, στα χαλαρώματα του κρεβατιού -Μη με κοιτάς! Το άλογο περνώντας μες στον άργιλο, ο ήλιος στην εικόνα παλαιός, αστράφτοντας κίτρινο φως και κόκκινο φως από χαρτί φτηνό και πετιμέζι.
Ξανά. Κάθησε στην πολυθρόνα' η πλάτη μουδιασμένη, μια εκδρομή όπως μια μαχαιριά στη ράχη ξαφνική, στο δρόμο, μια παγίδα, στην Πόλη είχε κίτρινα τριαντάφυλλα, εδώ δεν είδα πουθενά, χαμογελούσε και περπάταγε σ' ένα άλλο φιλμ (ανάμεσα κοπέλες νεραντζιές μ' αρώματα πικρά στη σάλα, το πρόσωπο μιανής γυναίκας φοβισμένης, ταπεινής, γερμένη σε μια τάπια χαμηλή που μπαινοβγαίνουν τα στρατεύματα και της κεντούν τα μάτια τα μελίσσια, αντιφεγγίσματα μες σε μιας γούρνας το νερό, αργά, βαθιά που πνίγονται μικρά ερπετά πασχίζοντας να καταπιούν ένα φλογάτο ρημαγμένο φρούτο).
Το άλογο το προσπερνούσε η χαρακιά κι ο μήνας αρπαγμένος. Διώχνει με την παλάμη απ' το πρόσωπο τα έντομα και περνά ο χειμώνας και ξυπνάει το πρόσωπο ένα υγρό (ξυπνά) κατακόκκινο γυρνώντας όλη τη μεριά στο προσκεφάλι της.
Χαθήκανε τα ορνεα από τούτο το λιβάδι.
από το βιβλίο Δημήτρης Καλοκύρης, Τα φανταστικά φουγάρα
εκδόσεις: Γνώση, 1980
.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home