ποίημα για σένα: Μαΐου 2010

ποίημα για σένα

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

138 ~ η Βικτωρία Θεοδώρου στους Τάσο Λειβαδίτη και Γιώργο Παπαλεονάρδο

Σαπφικό

Τεθνάναι δ' αδόλως θέλω
α με ψισδομένα κατελίμπανεν.,.
Σαπφώ


Στ' αλήθεια, θέλω να πεθάνω
τώρα που σώπασε ο ωραίος
κορυδαλλός. Όλο ποθούσε
όμως δεν έγινε ποτέ, να ρθεί
στο περιβόλι μου, στη δάφνη
χαράματα να κελαηδήσει.

Μα το δισύλλαβο όνομά του
Ανάσταση σημαίνει Αναστάσιος ήταν
θα ξανάρθει στη γη. Ας προσέχω
μήπως ακούσω το φτερούγημά του
το λάλημά του το επικλητικό.
Την άλλη νιότη να ντυθώ εκείνη,
που αγαπούσε
κι αμείωτη έβλεπε στο μέτωπό μου.

Κει πάνω τώρα ο Γεώργιος θ' αγάλλεται
από τη Δύσπνοια γιατρεμένος
που βρήκε τον πιστό του φίλο κι ακροατή.
Κι οι δυο τους
θα με υποδεxτούν σ' εγκάρδιο συμπόσιο
με νάρκισσους στα xέρια.

Σε μένα μείναν για την ώρα
η έλξη της αποδημίας
κι οι μεταμέλειες που ωστόσο
δανείζουν τον τόνο και το μέλος
τη θνητή μουσική μου.

Νοέμβριος 1988
Αφιερωμένο στους ποιητές Τάσο Λειβαδίτη και Γιώργο Παπαλεονάρδο



από το λογοτεχνικό περιοδικό Το Δέντρο
τ.46, 1989

.

Ετικέτες

31.5.10 0 comments

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

137 ~ ο Αντόνιο Ματσάδο για τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ

Antonio Machado for Juan Ramón Jiménez

***

Νυχτερινό
Στο Juan Ramón Jiménez

...λικνίζεται στο γαλάζιο που ένα αεράκι αγγίζει
Το δέντρο που ριγεί και το πουλί που κλαίει
Verlaine


Πάνω στον κάμπο του Απριλιού η νυχτιά φλεγόταν
από γκέμα σε γκέμα στο γαλάζιο... Ο άνεμος
έπαιζε ένα λυπητερό σκοπό με το λαγούτο του
από ανθισμένη γη και αστρικό κλάμα.
* * *
Ήταν ένα βουερό δέντρο στον κάμπο,
τραγουδιστής γλυκός της σιωπηλής πεδιάδας,
που κράταε ένα λυγμό γεμάτο πίκρα
πνιγμένον μες στον θρόο της φυλλωσιάς του.
Ήταν ένας τραγουδιστής γκρίζος και μαύρος
κάτω από το μυστήριο της ωραίας σελήνης,
που έπαλλε σε μια μύχια σερενάτα,
όπως ο μυστικός ψαλμός κάποιου άστρου.
Και το φιλί του ανέμου ήταν ψιθύρισμα,
κι ήταν η αύρα το φιλί των κλώνων,
κι ο βαθύς στεναγμός ήτανε σφύριγμα
κρυμμένου κοτσυφιού στη φυλλωσιά του.
Θα έλεγε κι η καρδιά μου αυτό τον άγιο
ψαλμό του Απρίλη κάτω απ' το φεγγάρι
και τον γλυκό ψαλμό του τροβαδούρου-δέντρου
θ' αντέγραφε σ' ένα θρόισμα δακρύων
-γιατί έxω στην καρδιά ένα χρυσό κλάμα
που λέει βαρειά στη σιωπή η ψυxή μου,
σαν στεναγμό γλυκόηxο που σφυρίζει,
τον λέει το δέντρο στη σιωπή της νύxτας-
αν δεν είχε η ψυχή μου ένα ρυθμό σφιγμένο
να πει του Απρίλη τη σιωπή θρηνώντας,
και αν τον ψαλμό δεν ένιωθε στο στήθος
να βγαίνει με ήχο κρυστάλλου και τρόμο.

μτφ: Ρήγας Καππάτος

από το βιβλίο Antonio Machado, Ποιήματα
εκδ. Εκάτη, 2009



Nocturno
A Juan Ramón Jiménez

berce sur l'azur qu' un vent douce effleure
l'arbre qui frissonne et l'oiseau qui pleure.
Verlaine


Sobre el campo de abril la noche ardía
de gema en gema en el azul... El viento
un doble acorde en su laúd tañía
de tierra en flor y sideral lamento.

Era un árbol sonoro en la llanura.
dulce cantor del campo silencioso.
que guardaba un silencio de amargura
ahogado en el ramaje tembloroso.

Era un árbol cantor, negro y de plata
bajo el misterio de la luna bella,
vibrante de una oculta serenata,
como el salmo escondido de una estrella.

Y era el beso del viento susurrante,
y era la brisa que las ramas besa,
y era el agudo suspirar silbante
del mirlo oculto entre la fronda espesa.

Mi corazón también cantara el almo
salmo de abril bajo la luna clara,
y del árbol cantor el dulce salmo
en un temblor de lágrimas copiara
que hay en el alma un sollozar de oro
que dice grave en el silencio el alma,
como un silbante suspirar sonoro
dice el árbol cantor la noche en calma-
si no tuviese mi almo un ritmo estrecho
para cantar de abril la paz en llanto,
y no sintiera el salmo de mi pecho
saltar con eco de cristal y espanto.

.

Ετικέτες

20.5.10 0 comments

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

136 ~ ο Γιώργης Παυλόπουλος για τον Πήτερ Λέβι

Yiorgis Pavlopoulos for Peter Chad Tigar Levi

***

Η βάρκα
Στον Peter Levi

Έσκυψα στο γκρεμό του προσκέφαλου
και κοίταξα κάτω
και είδα τις κουτσουπιές ανθισμένες
είχε πέσει ο ήλιος στη θάλασσα
και πέρα από το ερημόνησο το φως της μέρας
ήταν σταματημένο και φευγάτο
και κάποιος κήδευε κάποιον σε μια βάρκα
έλαμνε αργά κι άκουγα τα κουπιά
και καθώς έμπαινε η βάρκα κάτω από το βράχο
στο σκοτάδι του βράχου
έλα πάλι του φώναξα
και πιο βαθιά ο αντίλαλος
έλα πάλι έλα πάλι έλα πάλι
αλλά δεν ήξερα σε ποιον ήθελα να φωνάξω
γιατί ο άνθρωπος με τα κουπιά κι ο πεθαμένος
είμουν εγώ
κι ένα σκυλί στεκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού
γαύγιζε τον ίσκιο της βάρκας
κι εγώ είχα γείρει στο προσκέφαλο
και δεν σκεφτόμουν τίποτα πια
δεν έκλαιγα δεν έβλεπα μήτε θυμώμουν τίποτα
μονάxα τα κουπιά στον ύπνο μου
αργά και πιο αργά
με λίκνιζαν αδιάκοπα.


από το περιοδικό Ανακύκληση
τ.8, Μάρτιος 1987
.
9.5.10 0 comments