ποίημα για σένα: Ιουνίου 2009

ποίημα για σένα

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

107 ~ η Inger Hagerup για την Έμιλυ Ντίκινσον

***

Έμιλυ Ντίκινσον

Πολύ λεπτή. Μικροκαμωμένη.
Πάντα ντυμένη στ' άσπρα.
Μέσα στο σπίτι ακούγονται τα βήματά της
πάντοτε ρυθμικά και κοριτσίστικα.

Ξεσκονίζει ράφια και ποτίζει λουλούδια
με τα λεπτά ευκίνητα χέρια της.
Ψήνει ψωμιά, κάνει περιπάτους
γράφει κάρτες σε φίλους και συγγενείς.

Τρυφερή αδελφή. Αφοσιωμένη κόρη.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες στο σπίτι της κούκλας.
Αλλ' η ύπουλη φωτιά ήλθε κι αφάνισε
κι η άλαλη κραυγή εκραύγασε.

Και πίσω απ' την αμπαρωμένη πόρτα
του παρθενικού δωματίου στο πατρικό
στεκόταν ένας άγνωστος σε όλους,
τόσο πολύ μόνος, τόσο πολύ γενναίος.

Στεκόταν ένας κρύος χειρούργος κι ακροαζόταν
τον πόνο, τη γυμνή οδύνη της.
Και ενώ το μαξιλάρι πνίγει τους στεναγμούς της
η ίδια κάνει την αυτοψία της καρδιάς της.

μτφ: Γιώργος Χριστογιάννης

από την ανθολογία Νορβηγοί Ποιητές 1900-1985
εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1985

.
24.6.09 0 comments

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

106 ~ ο Γιάννης Ρίτσος στον Τάσο Λειβαδίτη

***

Στον αδελφό μου
Τάσο Λειβαδίτη


Από καιρό τους περίμενες με δέος. Και ήρθαν.
Ήρθαν οι νεκροί σου και σε πήραν
μες στο νυxτερινό ψιλόβροxο. Στάθηκες λίγο
με βρεγμένα μαλλιά, με βρεγμένο σακάκι
κάτω απ' το φανοστάτη της πλατείας Μεταξουργείου
ακούγοντας απ' τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων,
και τα παλιά λαϊκά τραγούδια που 'χες αγαπήσει,
και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα των
απεργών οικοδόμων,
ήσυxος επιτέλους, ολότελα κρυμμένος
στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
που 'χε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός. Τώρα
αποκοιμήθηκες σ' ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
πως οι νεκροί δε γερνούν πια, δεν διαψεύδονται κι ούτε πεθαίνουν.
Όμως την πίκρα τη δική μας ποιος θα τη λογαριάσει
έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο κλεισμένη πόρτα;

Aθήνα 30.Χ - 9,ΧΙ.89


από το περιοδικό νέα σκέψη
τ. 497 (3), Ιούνιος 2008

.

Ετικέτες ,

14.6.09 0 comments

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

105 ~ η Ζωή Καρέλλη για την Σαπφώ (β)

***

Το τελευταίο τραγούδι της Σαπφώς

Αυγή της ωραιότατης μέρας
που προσέρχεται κι' όλο φωτίζεται πιο πολύ
το στερέωμα, σαν πρόσωπο
όπου η χαρά αυξαίνει,
όταν καταλαβαίνει τη χάρη του βίου.

Βάρος η κεφαλή μου μεταδίνει
στα μέλη του σώματος κι' η σκέψη
ομίχλη στην όψη μου.
Δροσερή αύρα της πρωίας
κι' εγώ αποπνέω ζέστη
που με χωρίζει απ' τον καλόν αέρα.

Ίδια όλα τριγύρω
κι' ο απέραντος πόντος αρνιέται
να παρασύρει την ψυxή μου
σε ταξίδια σπουδαία.

Την μακρινή αισθάνομαι αοριστία
κι' ούτε ακούω τους μυστικούς ψίθυρους,
υποσχέσεις ενάντιες
στη γνώση που απόχτησα.

Άλλες αρχίζουν οι μέρες για κείνον
που τόσα έχει μάθει και δε μαθαίνει
να φαντάζεται πιο πολλά.

Υπήρξα με δύναμη κι' αίσθημα,
μ' αισθήσεις παράφορες.
Ήθελα πάντα να περιμένω
κι απομένω αδιάφορη τώρα.
Πώς την ορμή xάνω
και δεν ζητώ, ούτε ανυπόμονη μένω.

(Συλλογή Αντιθέσεις, 1957)


από το βιβλίο Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη
Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2000

.

Ετικέτες ,

4.6.09 0 comments